της Όλγας Σελλά
Αυτή τη φορά δεν ήξερα τίποτα για την παράσταση που επρόκειτο να δω. Δεν είχα ξανακούσει τον συγγραφέα της (τον Βρετανό Άλιστερ ΜακΝτάουαλ), δεν γνώριζα τίποτα για τη δουλειά του, ούτε, φυσικά, είχα ξαναδεί ποτέ το θεατρικό του έργο, με τον αινιγματικό τίτλο «Pomona» που παρουσιάζει φέτος στο θέατρο «Πόρτα» ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος, με τη συμβολή του μυστηριώδους και αόρατου Ισλανδού συν-σκηνοθέτη Sigurdur F3. Όσο για την υπόθεση του έργου, αυτή κι αν είχε άγνωστες λέξεις. Σαν καλή μαθήτρια, διάβασα από πριν τι είναι το RPG (Role Playing Game), ποιος ήταν ο H. P. Lovecraft (Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ) -ο δημιουργός της Μυθολογίας Κθούλου. Αλλά τι στο καλό είναι αυτή η Pomona; Και πώς να καλύψω τα κενά δημοφιλών σειρών που δεν έχω δει στο Netflix, όπως το Dark, το Stranger Things, το Lost;
Η αλήθεια είναι ότι ήταν μια νέα συνθήκη ακόμα και για εμάς που βλέπουμε επαγγελματικά θέατρο και έχουμε συνηθίσει να ξέρουμε απ’ έξω έργα, χαρακτήρες, ονόματα ηρώων, αφού τα έχουμε δει από πέντε φορές και πάνω τα πιο κλασικά –ελληνικά ή ξένα. Έτσι, την κάθε επόμενη φορά, το μόνο καινούργιο που αναμένουμε, είναι η ματιά του σκηνοθέτη. Αυτή τη φορά, η αλήθεια είναι ότι ένιωσα το γοητευτικό άγχος του άγνωστου. Δεν είναι κάτι που μας συμβαίνει και συχνά στο θέατρο… Και είναι πολύ ενδιαφέρον ρίσκο και πολύ ανανεωτική διαδικασία.
Στη σκηνή του θεάτρου «Πόρτα» ο Βασίλης Παπατσαρούχας είχε στήσει ένα αλλόκοτο σκηνικό: δεκάδες λεκάνες τουαλέτας διάσπαρτες στο χώρο. Πάνω σε μία λεκάνη κάθεται ένας νεαρός, ο Τσάρλι (Φώτης Στρατηγός) που διαβάζει ένα κόμικ και μιλάει (προσπαθεί να μιλήσει για την ακρίβεια) ασθματικά και ασύνδετα μ’ ένα περίεργο κορίτσι, ντυμένο στα μαύρα με μια back bag-αχινό, την Κήτον (Στεφανία Ζώρα), που μόνο τραγουδάει με μια φωνή σαν χάδι. Και ταυτοχρόνως ο Τσάρλι δίνει πληροφορίες γι’ αυτό που θα δούμε και κάθε τόσο λέει: «Σ’ έχω ή το χάσαμε;». Απευθύνεται τόσο στην Κήτον όσο και στους θεατές στην πλατεία. Η αγωνία για την επαφή, για την επικοινωνία. Την προσωπική ή τη θεατρική. Ένα το κρατούμενο.
Και σιγά σιγά εμφανίζονται όλοι όσοι συναντιούνται, ζουν (;) σ’ αυτό το αλλόκοτο μέρος, την Pomona. Γιατί η Pomona υπάρχει, είναι ένα πραγματικό μέρος στο κέντρο του Μάντσεστερ, που οι ντόπιοι το χαρακτηρίζουν ως «μια τρύπα στο κέντρο της πόλης». Μια εγκαταλειμμένη περιοχή, όπου θα μπορούσαν να συμβαίνουν ένα σωρό από όσα σκοτεινά θίγει το έργο ή από όσα σκοτεινά φανταζόμαστε για τόπους απρόσιτους, δημιουργώντας αστικούς μύθους. Αλλά η Πομόνα είναι και αρχαία ρωμαϊκή θεά των καρποφόρων δέντρων, των κήπων και των οπωρώνων, είναι και τύπος στροβιλαντλίας που επιτρέπει την άντληση νερού από μεγάλα βάθη, είναι και Κολέγιο στην Καλιφόρνια. Δηλαδή είναι και πραγματικότητα και μύθος. Δύο τα κρατούμενα.
O Ζέπο (Γιώργος Παπαπαύλου) είναι ο ιδιοκτήτης της Pomona και της μισής πόλης, ένας άνθρωπος που έχει λεφτά, για τα οποία δεν κοπίασε, αφού τα κληρονόμησε, κινείται διαρκώς στον κυκλικό δρόμο της πόλης για να αποφύγει τους πιθανούς εχθρούς του, δεν έχει ηθικές αναστολές, δεν θέλει να έχει απορίες, δεν ανακατεύεται σε τίποτα και φυσικά τα ξέρει όλα. O Τσάρλι είναι φύλακας στην πύλη που οδηγεί στην Pomona και επιτρέπει την είσοδο μόνο σε συγκεκριμένα οχήματα. Η Όλι (Αλκης Μπακογιάννης) είναι ένα απελπισμένο πλάσμα, που έφτασε μέχρις εκεί ψάχνοντας τη δίδυμη αδελφή της μιλάει ελάχιστα, αλλά «λέει» πολλά με το θλιμμένο βλέμμα της. Η Φέι (Ειρήνη Μακρή) είναι μια πόρνη σε οίκο ανοχής στην Pomona, έχει συνείδηση για όσα συμβαίνουν γύρω της, και τα αντιμετωπίζει με στωικότητα, αξιοπρέπεια, αλλά και τρυφερότητα για όσους χρειάζονται βοήθεια, και η Gale (Άννα Μάσχα) είναι εκείνη που τον διευθύνει, έχει αποδεχθεί την κατάσταση, δεν έχει απορίες γιατί γνωρίζει ότι αυτό είναι επικίνδυνο, και έχει ενδυθεί τα ρούχα του ψυχρού εκτελεστικού οργάνου – παρότι κάνει απονενοημένες προσπάθειες διαφυγής από την Pomona. Και ο Μόου (Σίμος Κακάλας) είναι συνάδελφος του Τσάρλι, φύλακας κι εκείνος στην πύλη της Pomona, που δεν μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά του, κι έχει ξεχάσει ν’ αγγίζει. Στον οίκο ανοχής που διευθύνει η Gale, ο Μόου πληρώνει μόνο για να αγγίξει : «Έχω αποσυνδεθεί, επειδή δεν αγγίζω πια τον κόσμο», λέει.
Αυτά είναι τα πρόσωπα της Pomona. Που κάθε τόσο αλλάζουν θέση, ρίχνουν τα ζάρια σ‘ ένα τεράστιο μαύρο κουτί, σαν μαύρη τρύπα, που βρίσκεται στο κέντρο αυτού του περίεργο «δάσους» από λεκάνες τουαλέτας και τα ζάρια τους καθοδηγούν στα επόμενα βήματά τους, στις επόμενες ατάκες τους, στη συνέχεια της ιστορίας τους. Κάποιος κάθε φορά τους καθοδηγεί, με τα λόγια κα με νοήματα, σαν σκηνοθέτης. Είναι παιχνίδι όλο αυτό; Και γιατί αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν τόσο αληθινοί, τόσο αναγνωρίσιμοι; Και γιατί κάποιοι από αυτούς έχουν «ζωγραφισμένη» στο πρόσωπό τους τη ματαιότητα, την κούραση, την απελπισία, την καχυποψία –όπως η Όλι; Και γιατί κάποιοι άλλοι βρίσκουν νόημα στην πεζότητα της καθημερινότητάς τους μόνο παίζοντας παιχνίδια; Γιατί κάποιοι δεν ξέρουν πώς ν’ αγγίξουν; Ή μήπως μόνο αυτά τα παιχνίδια είναι η κοινωνική τους ζωή; Κι όλα αυτά που λένε για την εμπορία βρεφών, την οργανωμένη μαστροπεία, το εμπόριο οργάνων, τις θεωρίες συνωμοσίας, τους αστικούς μύθους που μπορεί να διαρκούν αιώνες, είναι μέσα στο παιχνίδι ή μέσα στη ζωή;
Πολύ γρήγορα χανόμαστε στο ρυθμό αυτού του περίεργου παιχνιδιού, που μπορεί να είναι Role Playing Game ή μπορεί να είναι θέατρο. Ή μήπως το θέατρο είναι έτσι κι αλλιώς ένα Role Playing Game; Το σίγουρο είναι ότι πολύ γρήγορα αυτό που σου συμβαίνει είναι ότι νιώθεις τα συναισθήματα του κάθε ήρωα, συμμετέχεις στην αγωνία τους, στην προσπάθειά τους, μπαίνεις στο ρυθμό του παιχνιδιού τους, στον ρυθμό αυτής της περίεργης διαρκούς περιστροφικής κίνησης. Γύρω από το παιχνίδι; Γύρω από τον περιφερειακό δρόμο της Pomona; Γύρω από την καθημερινότητα του καθενός (μας);
Η παράσταση του Θωμά Μοσχόπουλου και του αθέατου Sigurdur F3 (ή μήπως κι αυτός είναι μέρος του παιχνιδιού που έγινε θέατρο, ή του θεάτρου που θέλει ν’ ακολουθήσει το παιχνίδι;) έχει καταιγιστικό ρυθμό με διαρκείς μικρούς διαλόγους, που κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση.
Και πολύ σύντομα καταλαβαίνω ότι δεν χρειάζεται να ξέρω και πολλά ούτε για τον Κθούλου και τον συγγραφέα του, ούτε για τα Role Playing Game. Δεν είναι προαπαιτούμενο για να παρακολουθήσει κανείς αυτή την παράσταση. Γιατί απλώς έχει μπροστά του κανονικούς ανθρώπους, οικείους και αναγνωρίσιμους. Και όψεις μια τεράστιας μεγαλούπολης, με σκοτεινές τρύπες, με αθέατη ζωή, με φρικτές «βιομηχανίες» που ζέχνουν, όπως ακριβώς μια λεκάνη τουαλέτας. Κι όλα αυτά είναι μια διαρκής εναλλαγή παιχνιδιού και πραγματικότητας, αλήθειας και ψεύδους. Και μοιάζει τόσο πολύ με τη ζωή όπως τη γνωρίζουμε…
Αυτή τη διόλου εύκολη θεατρική συνθήκη την υπηρέτησαν με αυταπάρνηση –θα μπορούσα να πω- όλοι, μα όλοι, οι ηθοποιοί της παράστασης. Ο Φώτης Στρατηγός είναι ο απλός άνθρωπος, που μέσα από το πάθος του παιχνιδιού πασχίζει να φωτίσει τη μονότονη ζωή του και στην μόλις τρίτη του παράσταση αποδεικνύει ότι έχει και ταλέντο και δυνατότητες και σκηνικό ήθος. Ο Γιώργος Παπαπαύλου, που έχει διανύσει υποκριτικά χιλιόμετρα τα τελευταία χρόνια, φτιάχνει ανάγλυφα έναν τύπο που θέλει απλώς να περνάει καλά, κι ας περνούν άσχημα οι γύρω του. Ο Σίμος Κακάλας φτιάχνει με ουσιαστικό όσο και χαμηλόφωνο τρόπο τον άνθρωπο που έχει αγκάθια, γιατί έχει ξεμάθει ν’ αγγίζει. Η Άννα Μάσχα, έμπειρη, πληθωρική, στέρεη, είναι η γυναίκα που προσπαθεί ν’ αποδεχθεί το κακό, παρότι το γνωρίζει, για να μη χάσει τη θέση της. Η Ειρήνη Μακρή είναι ο άνθρωπος που διατηρεί ευαισθησία μέσα σ’ έναν βόθρο. Ο Άλκης Μπακογιάννης (προσωπικά δεν τον έχω ξαναδεί στη σκηνή) καταφέρνει μόνο στο βλέμμα του και στη στάση του σώματός του να αποτυπώσει και να μεταδώσει, συνταρακτικά, την οδύνη, το φόβο, την απελπισία… Και η Στεφανία Ζώρα επιλέγει τη σιωπή ή το τραγούδι, για να δείξει το θυμό της, την καχυποψία της ή τη δύναμή της.
Μπορεί μια παράσταση που χορεύει ταγκό με τον ζόφο να σε κάνει να νιώσεις ανάταση; Ναι, μπορεί, όταν πρόκειται για μια καλοσχεδιασμένη και καλοεκτελεσμένη θεατρική δουλειά, όταν πρόκειται για καλό σύγχρονο θέατρο δηλαδή, όπου όλα τα στοιχεία του (σκηνικά, κοστούμια, κίνηση, φώτα, μουσική) υπηρετούν με πρωτότυπο και φρέσκο τρόπο και το θεατρικό στοιχείο και τις επίκαιρες συνθήκες της καθημερινότητας. Στο θέατρο «Πόρτα» και στην παράσταση «Pomona» έχει δημιουργηθεί μια θαυμαστή σύγχρονη θεατρική συγκυρία.
0 comments on ““Pomona”: το παιχνίδι της ζωής και του θεάτρου”