Η μετάφραση του Θωμά Μοσχόπουλου είναι κόσμημα λόγου, ενώ είναι να απορεί κανείς με το πώς οι ηθοποιοί κατάφεραν να κατακτήσουν το θέατρο του Καλντερόν με την ευχέρεια του σύγχρονου ερμηνευτή.
Γράφει: Γρηγόρης Ιωαννίδης
Μέσα στα τόσα προβλήματα, ίσως λίγοι έχουν αντιληφθεί πως φέτος το θέατρό μας επιδεικνύει εκτός από οξυμένα αντανακλαστικά στην πανδημία και αξιοσημείωτη φιλέρευνη διάθεση, διάθεση που μεταφράζεται στην παρουσία ακριβοθώρητων έργων από το παγκόσμιο κλασικό ρεπερτόριο. Ετσι, μετά το «Συμφορά από το πολύ μυαλό» στο Θέατρο Κεφαλληνίας, που μαύρα μάτια κάναμε να το δούμε στην ελληνική σκηνή, το Θέατρο Πόρτα και ο Θωμάς Μοσχόπουλος κάνουν το επόμενο βήμα με μια εξίσου συναρπαστική πρόταση.
Το «Ο γιατρός της τιμής του» του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα (1635) είναι αληθινά ένα από τα αριστουργήματα του περίφημου Χρυσού Αιώνα των Ισπανικών Γραμμάτων, μια ευθεία αντιβολή στην επικράτεια του Σέξπιρ, μαζί, μια ντροπιαστική εκ μέρους μας παραδοχή ενός κενού του κλασικού δραματολογίου μας. Εργα σαν αυτά, απαιτητικά και κοστοβόρα, έργα σκηνικής ρητορικής και ερμηνευτικής ουσίας, κανονικά τα αναλαμβάνει το Εθνικό Θέατρο μιας χώρας -αυτή είναι η δουλειά του. Ιδού όμως που το κενό τελικά καλύφθηκε όχι από το Εθνικό αλλά από το ιστορικό θέατρο της Μεσογείων, αποδεικνύοντας πως πλέον, κοντά στο Θέατρο Τέχνης, κι άλλα θέατρα έχουν επωμιστεί τον ρόλο της εθνικής θεατρικής παιδείας αυτού του τόπου.
Σπεύσαμε λοιπόν για πρώτη φορά στο έργο του Καλντερόν σαν τους διψασμένους. Χωρίς αμφιβολία η ζωντανή μας συνάντηση μαζί του ξεπέρασε τις όποιες προσδοκίες. Πρόκειται αληθινά για αριστούργημα, όπως το φανταζόμασταν και περιμέναμε, όμως τόσο αλλόκοτο από την άλλη, τόσο σύνθετο και τελικά τόσο ανοίκειο στις σημερινές αντιλήψεις μας, ώστε ακόμα και έτσι να μας ξαφνιάζει.
Νομίζω πως ο λόγος είναι ότι ελάχιστα κατά βάθος γνωρίζουμε για αυτό που ονομάζουμε ισπανικό μπαρόκ, μην πω γενικά για το μπαρόκ στο θέατρο. Ακόμα χειρότερα, ό,τι γνωρίζουμε σκιάζεται από το αγγλικό θέατρο, που διόλου δεν υπερτερεί του ισπανικού σε ταλέντο, όμως διαθέτει τελικά για διάφορους λόγους μια ψηλότερη πυραμίδα έργων και κυρίως έχει στις δυνάμεις του το θαύμα αυτό που λέγεται Σέξπιρ.
Και από την άλλη διακρίνει κανείς στο βάθος και το τι είναι αυτά που κράτησαν πίσω το ισπανικό θέατρο στον ευγενή ανταγωνισμό του με τους συγγραφείς της Γηραιάς Αλβιώνας. Ανάμεσα σε αυτά η εμμονή στο θέμα της τιμής, που συνόδευσε ασφαλώς το παγκόσμιο θέατρο για αιώνες, όμως στην περίπτωση της Ιβηρικής έφτασε πολύ κοντά στο άκρο της εμμονής. Ωστε το κάπως μονόχορδο αυτό θέατρο να μην μπορέσει παρά τα χαρίσματά του να απλωθεί σε όλα τα σημεία της ανθρώπινης κατάστασης που έφτασε το βρετανικό θέατρο.
Μα από την άλλη δείτε λίγο τι μπορεί να δημιουργήσει κανείς ακόμα και πάνω σε αυτό το παλαιωμένο και εξεζητημένο ζήτημα της τιμής. Αντανακλώντας κάπως το θέμα του Οθέλου (να πάλι ο Σέξπιρ), «Ο γιατρός της τιμής του» φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο ένας καθ’ όλα ευυπόληπτος, ευγενής κύριος φτάνει να δολοφονήσει την αθώα σύζυγό του, με τον χειρότερο μάλιστα και πλέον ατιμωτικό για ευγενή τρόπο (καλύπτοντας τον φόνο σαν κοινός εγκληματίας), όταν η δόλια σύμπτωση και μια σειρά άλλων ατυχών γεγονότων βάλουν στο μυαλό του την ιδέα πως εκείνη τον έχει προδώσει με τον αντίζηλό του.
Θα αναλάβει να γίνει ο ίδιος γιατρός της ασθενούσας τιμής του, ακόμα κι αν το γιατρικό που προτείνει αντιστοιχεί σε ανύπαρκτη νόσο. Κι εκεί που μια ευθεία συζήτηση μεταξύ δύο κατά τα άλλα ερωτευμένων συζύγων θα διέλυε κάθε σύννεφο υποψίας, η καταραμένη μάσκα που καλύπτει κάθε ανθρώπινη σχέση δεν θα αφήσει το ένα πρόσωπο να δει καθαρά το άλλο. Ο ήρωάς μας, ο αυτόκλητος Γιατρός της ηθικής νόσου, θα φτάσει να γίνει θύμα μιας φάρσας που παίζει εναντίον του η μοίρα, αλλά στην οποία ενεργεί ο ίδιος. Και στο τέλος…
Στο τέλος συμβαίνει κάτι αληθινά τόσο απίστευτο ώστε σήμερα να διαβάζουμε το έργο του Καλντερόν με την ιδέα πως προλογίζει σουρεαλιστική φάρσα… Κρατιέμαι να μην το περιγράψω, κυρίως γιατί δεν θέλω να χαλάσω από τους θεατές της παράστασης την έκπληξη. Θα πω μόνο ότι είναι τόσο εκτός της σημερινής «ορθότητας», ώστε άλλο δεν μπορούμε να το προτείνουμε παρά μόνο μέσα από τη σάτιρα, την ειρωνεία, κάποιο σαρδόνιο χιούμορ, τέλος πάντων κάτι ικανό να διασκεδάσει τη φανερή αμηχανία μας.
Αλλά ας μη μας ενοχλεί… Βρίσκεται ακριβώς εδώ ένα από τα σημεία όπου ο συγγραφέας επιστρέφει στο πλαίσιο της εποχής του και προσγειώνεται ξανά στα ειωθότα του. Πρόλαβε να δημιουργήσει ωστόσο έναν μηχανισμό κριτικής και στοχαστικής εμβέλειας, το εργαλείο για να σπάσουμε το πλαίσιο αυτό και να υψωθούμε με εκείνον ψηλότερα από εκείνον.
Γιατί βέβαια το δίδαγμα από το έργο δεν είναι το τι πιστεύει ο βασιλιάς, ο ευγενής Γκουτιέρε ή τα πλάσματα του κόσμου τους. Είναι πως σε αυτό το κλασικό για το μπαρόκ αντίκρισμα ονείρου και πραγματικότητας, το τι είναι αληθινό και ψέμα ανήκει σε εμάς, στους θεατές που δίνεται για λίγο η δυνατότητα να δουν το παιχνίδι από ψηλά. Κι ίσως όταν μετά τη μοναδική ευκαιρία να βγουν από το παιχνίδι και τους όρους του επιστρέψουν μοιραία σε αυτό -σε αυτό που λέμε «ζωή»-, θα έχουν γίνει λίγο σοφότεροι στην κρίση τους για την τιμή της αγάπης.
Αν το καλοσκεφτούμε, η αντίληψη του Καλντερόν είναι εκείνη μιας ανεστραμμένης Κομέντια, μια σκοτεινή κωμωδία που οδηγείται στο ερωτικό θρίλερ. Και είναι μαζί μια μασκαράτα που παίζεται με τη βαριά σκευή του κοινωνικού τότε πρωτοκόλλου, του αυστηρού στιλιζαρίσματος και πόζας που βαραίνει τον λόγο εκτός από το σώμα.
Η εικόνα λοιπόν της παράστασης στο Θέατρο Πόρτα οφείλει να είναι το νόημα ενός κόσμου βγαλμένου από τα όνειρα, στημένου όμως στο πρότυπο του φαίνεσθαι. Και εδώ τα κοστούμια και σκηνικά του Βασίλη Παπατσαρούχα πρωτοστατούν. Βαρύ, βαρύτατο μακιγιάζ και από πάνω γυαλιά και τεράστιες περούκες μετατρέπουν τα πλάσματα της σκηνής σε ένα είδος μαριονέτας, γκοθ φιγούρες που παρουσιάζουν τον εαυτό τους. Από κοντά και οι κιαροσκούρο φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου.
Είναι ένας κόσμος διπλής και τριπλής υπόκρισης και ο αντίλαλος ενός θεάτρου που στιλιζάρει έντονα την ερμηνεία και τον λόγο. Και εδώ, στον λόγο βρίσκεται το δεύτερο συστατικό της σκηνοθεσίας του «Πόρτα». Η μετάφραση του ίδιου του Μοσχόπουλου είναι κόσμημα λόγου και για ακόμη μια φορά χαρήκαμε το πλέξιμο της φράσης σε στίχο, το νόημα να κουβαλά μαζί την ιδέα της ρητορικής μεταμφίεσης. Κι από την άλλη, για ακόμη μια φορά μείναμε άφωνοι με την ευγλωττία του πρωτότυπου, τη ρητορική δεινότητα, την εκφραστική ικανότητα ενός θεάτρου που, αν έμεινε στην ιστορία, το οφείλει εκτός από τη φιλοσοφική και στη λογοτεχνική του βαρύτητα.
Σε αυτό τον τρόπο ερμηνείας οι ηθοποιοί τού «Πόρτα» αποδείχτηκαν εξαιρετικοί. Κι είναι να απορεί κανείς το πώς κατάφεραν να κατακτήσουν το θέατρο του Καλντερόν με την ευχέρεια του σύγχρονου ερμηνευτή.
Το Θέατρο Πόρτα ωστόσο ακολουθώντας την παράδοσή του επιμένει να τους αναφέρει ομαδικά, σαν στελέχη μιας ισότιμης ομάδας: Μελαχρινός Βελέντζας, Ελένη Δαφνή, Στέργιος Ιωάννου, Αμαλία Καβάλη, Αυγουστίνος Κούμουλος, Γιώργος Παπαπαύλου, Παύλος Παυλίδης και Φώτης Στρατηγός. Το σεβόμαστε, αν και είναι κρίμα να μην μπορούμε να διακρίνουμε την κατάθεση καθενός. Ας τονίσουμε μόνο πως αληθινά πρόκειται για εμπειρία συλλογικής συμμετοχής για τη δημιουργία ενός κόσμου άλλου, όπου τα φαινόμενα είναι απατηλά σαν όνειρο ενώ οι συνέπειες πραγματικές σαν εφιάλτης.
Το πώς αυτός ο άλλος κόσμος συνομιλεί με τον δικό μας απομένει σε εμάς να το αντιληφθούμε.
0 comments on “Το νόημα ενός κόσμου βγαλμένου από τα όνειρα – efsyn.gr”