Για την παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Πόρτα, μέχρι και τις 12 Ιανουαρίου 2025.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος προτείνει στο θέατρο «Πόρτα» μιαν ώριμη, αλλά κλασικιστική στην προσέγγιση σκηνοθεσία του «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ. Ο κύριος Μοσχόπουλος ακολουθεί κατά γράμμα τη λιτότητα αυτού του δραματουργικού ογκόλιθου, χωρίς να προσθέτει σχόλια ή προσωπικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις, πλην ίσως της παρέμβασης στη σκηνογραφία και στην εκφορά του λόγου, καθώς και του νεαρού της ηλικίας των πρωταγωνιστών του. Το έργο στέκει ανθεκτικό μέσα στον χρόνο, προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις και, μάλλον, σταδιακά διαμορφώνει το συνειδησιακό τοπίο του θεατή, με την πολλαπλή έκθεσή του σ’ αυτές τις διαφορετικές αναγνώσεις. Στη συγκεκριμένη παράσταση επικρατεί μια σεβαστική στάση απέναντι στο κείμενο.
Ο Πάνος Παπαδόπουλος, με τη χαρακτηριστική επιβράδυνση των φράσεών του, ενσαρκώνει έναν Βλαδίμηρο εγγύτερο στην προσωδία που προτείνει ο Κορνήλιος Σελαμσής (μια προσωδία που προσωπικά δεν γνωρίζω, όμως αισθάνομαι τη λειτουργικότητά της). Ο Τάσος Ροδοβίτης ως Εστραγκόν φιλοτεχνεί έναν ανόητο χαρακτήρα με αστικό ντύσιμο και ασθενική μνήμη – πλην της σωματικής, βραχυπρόθεσμης εκδοχής της. Ο «Ντιντί» και ο «Γκογκό» είναι εξαρχής απογοητευμένοι και η επικοινωνία μεταξύ τους είναι δυσχερής – το μόνο που τους συνδέει είναι μια παιδαριώδης αμοιβαία τρυφερότητα και εξάρτηση. Ταΐζουν ο ένας τον άλλον γογγύλια και καρότα και περιμένουν αγόγγυστα τη μη-έλευση του Γκοντό, όπως δεκαετίες τώρα την αναμένουν μαζί τους οι θεατές αυτού του αριστουργήματος σε δεκάδες σκηνοθετικές προσεγγίσεις [1]. Ο Γιάννης Σαμψαλάκης ως Πότζο σέρνει τον Γιάννη Βαρβαρέσο ως Λάκυ, προϊδεάζοντας για μια πιθανή αντιστροφή των ρόλων βασανιστή-βασανιζόμενου. Ο Πέτρος Δημοτάκης ως αγγελιοφόρος του μονίμως απόντος Γκοντό εντάσσεται στην πεντάδα των νέων πρωταγωνιστών με οργανικό τρόπο.
Δεν υπάρχει κάποιο σημείο που να «εκκρεμεί» ως προς τη σκηνική του απόδοση. Ο δισταγμός, η αναποφασιστικότητα, η εκκρεμούσα άφιξη, ο επιβραδυνόμενος ρυθμός της μετακίνησης, ακόμη και η ακινησία, η στασιμότητα, η πεισιθάνατη διάθεση. Τέλος, ο σαρκασμός, η αυτοϋπονόμευση, η χιουμοριστική διαχείριση του μοναδικού σκηνικού αντικειμένου: του δέντρου, ως αρχετυπικού δείγματος ζωής, διάρκειας, σχηματοποίησης ενός ψυχικού τοπίου. Η παράσταση του Μοσχόπουλου είναι άρτια από κάθε άποψη: οι μισοειπωμένες λέξεις που εκστομίζονται ακρωτηριασμένες, το παραλήρημα του Λάκυ που σοκάρει με την απόλυτη αναφορικότητά του στην πραγματική ζωή, η χορογραφική προσέγγιση του Χρήστου Στρινόπουλου που δημιουργεί διαδοχικά tableaux, το ευρηματικό, καλαίσθητο μακιγιάζ της Όλγας Φαλέι, το σκηνικό του Βασίλη Παπατσαρούχα, που συνιστά εικαστική κατάκτηση αφ’ εαυτού.
Η παράσταση του Μοσχόπουλου είναι άρτια από κάθε άποψη: οι μισοειπωμένες λέξεις που εκστομίζονται ακρωτηριασμένες, το παραλήρημα του Λάκυ που σοκάρει με την απόλυτη αναφορικότητά του στην πραγματική ζωή, η χορογραφική προσέγγιση του Χρήστου Στρινόπουλου που δημιουργεί διαδοχικά tableaux, το ευρηματικό, καλαίσθητο μακιγιάζ της Όλγας Φαλέι, το σκηνικό του Βασίλη Παπατσαρούχα, που συνιστά εικαστική κατάκτηση αφ’ εαυτού.
Ανυψωμένο προς τα πίσω, το σκηνικό του Παπατσαρούχα παραπέμπει στο ανάχωμα/τάφο του «Ω! Οι ευτυχισμένες μέρες». Με διαδοχικούς φωτισμούς που υπαινίσσονται τη ροή του χρόνου, οι ηθοποιοί παλεύουν σε δυσχερή μετατόπιση πάνω σε ένα γκρίζο ολισθηρό τοπίο, μεταπυρηνικό ή βομβαρδισμένο, επικλινές τραπέζιο. Αυτό το ερείπιο ή σπάραγμα επιφάνειας δίνει τη δυνατότητα στους ηθοποιούς να μπαινοβγαίνουν από ανοίγματα που ακόμη καπνίζουν και με μια φαιά σκόνη να έχει επικαθίσει στα πρόσωπά τους – ένα μακιγιάζ που απαρτιώνει ένα αξιοπρόσεκτο αισθητικό σύμπαν καταστροφής. Το φως στο βάθος από τον Νίκο Βλασόπουλο είναι επίσης μετα-αποκαλυπτικό, παράγοντας την ψευδαίσθηση ενός είδους Καθαρτηρίου. Τέλος, να τονισθεί η σκηνική αποτελεσματικότητα της μετάφρασης της Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου, που αποτέλεσε τον καμβά εξυφανσης της παραστασης.
1. Ο Μπέκετ επρόκειτο ως εθελοντής να οδηγήσει ένα ασθενοφόρο του γαλλικού στρατού το 1940, αλλά, δυο μέρες προτού οι ναζί βαδίσουν στην Αψίδα του Θριάμβου, δραπετεύει με τη σύζυγό του στην παραθαλάσσια Αρκασόν, για να επιστρέψει κρυφά στο Παρίσι τον σκληρό χειμώνα του 1940-41, επιβιώνοντας με ελάχιστα λαχανικά: από εκεί πηγάζουν και οι ζωηρές συνομιλίες μεταξύ του Vladimir και του d’Estragon καθώς μιλούν για καρότα, ραπανάκια και γογγύλια στο Περιμένοντας τον Γκοντό
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
0 comments on “«Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου”