Το θέατρο Πόρτα άνοιξε την πρόβα του έργου του Μπέκετ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, σε νέους 14-17 ετών
Συνέντευξη στη Νίκη – Μαρία Κοσκινά
Οι έφηβοι παρακολουθούν την πρόβα του «Περιμένοντας τον Γκοντό» στο Πόρτα: το θέμα της βίας και ο τεράστιος μονόλογος του Λάκυ τους προβλημάτισαν πολύ
Πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι ένα κλασικό και δύσκολο έργο, που απευθύνεται σε ενήλικες; Ποιες είναι οι σκέψεις που τους γεννά μια παράσταση που όταν πρωτοπαρουσιάστηκε 50+ χρόνια πριν δημιούργησε μεγάλη έκπληξη και σύγχυση στο κοινό αλλά αποτέλεσε τομή για το θέατρο; Αυτά ήταν τα ερωτήματα που είχαν στο νού τους η Ξένια Καλογεροπούλου και ο Θωμάς Μοσχόπουλος όταν αποφάσισαν να καλέσουν για πρώτη φορά στο Θέατρο Πόρτα σε πρόβες μιας ενήλικης παράστασης σχολεία γυμνασίων και λυκείων. Οι ηλικίες που απευθύνθηκαν ήταν το εφηβικό κοινό, από 14 και πάνω. Τα παιδιά παρακολούθησαν το πρώτο μέρος της παράστασης «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ, έπειτα έκαναν ερωτήσεις στους συντελεστές και στη συνέχεια είδαν και το δεύτερο μέρος. Εμείς βρεθήκαμε εκεί, καταγράψαμε την εμπειρία και μιλήσαμε στο τέλος και με τον σκηνοθέτη και την ομάδα του.
Να υπενθυμίσουμε ότι το έργο κάνει πρεμιέρα σήμερα, 15 Νοεμβρίου, στο Θέατρο Πόρτα.
Ο χαιρετισμός της Ξένιας Καλογεροπούλου
Στην εκδήλωση ήταν παρούσα η Ξένια Καλογεροπούλου, η ψυχή του θεάτρου Πόρτα, η οποία πήρε πρώτη τον λόγο. «Χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθατε και έχω και εγώ μεγάλη λαχτάρα να δω αυτήν την πρόβα. Αυτό το έργο είναι πάρα πολύ σπουδαίο και αρκετά παράξενο, όπως θα δείτε. Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ να δούμε πώς θα σας φανεί σε σας τους πολύ νεότερους. Έχω μεγάλη περιέργεια και μεγάλη ανυπομονησία. Ελπίζω να περάσετε καλά»!
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος εξηγεί τους λόγους άνοιξαν την πρόβα του Μπέκετ στους έφηβους
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Πόρτα Θωμάς Μοσχόπουλος εξήγησε τους λόγους που αποφάσισαν να παρουσιάσουν για πρώτη φορά ένα έργο ενηλίκων σε εφήβους. Ο στόχος ήταν διπλός. Από τη μια ήθελαν να παρουσιάσουν στα παιδιά το τι συμβαίνει στα παρασκήνια μιας παράστασης. Και από την άλλη, θέλουν να δουν πώς θα φανεί στους εφήβους αυτό το έργο που «όταν πρωτοανέβηκε δημιούργησε ένα τεράστιο σοκ στους ανθρώπους όχι διότι ήταν κατά κάποιον τρόπο ακατάλληλο, αλλά γιατί δεν μπορούσαν ακριβώς να συνδεθούν με το έργο, δεν ήταν ένα κανονικό έργο όπως αυτά που είχε συνηθίσει ο κόσμος να βλέπει εκείνη την εποχή», όπως ανέφερε.
Η Δηώ Καγγελάρη, που είναι υπεύθυνη για τη δραματουργία του έργου, έθεσε λίγο-πολύ τους άξονες όπου κινήθηκαν εν συνεχεία οι ερωτήσεις και οι απορίες των παιδιών: «Ως προς το έργο, θα ήθελα μετά να συζητήσουμε γιατί φάνηκε τόσο καινούριο το 1953 όταν πρωτοανέβηκε. Φυσικά έχουν αλλάξει πάρα πολύ οι προσωπικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια. Και πλέον στην ιστορία του θεάτρου λέμε ότι είναι μια τομή: πριν από τον Γκοντό και μετά τον Γκοντό. Γιατί άραγε το λέμε αυτό; Όμως το σημαντικότερο είναι να το απολαύσετε. Γιατί αυτό το έργο είναι μαγικό: το αγαπάς όταν το πρωτοβλέπεις ή το πρωτοδιαβάζεις αλλά και κάθε φορά που το βλέπεις ή το διαβάζεις βρίσκεις και καινούρια πράγματα».
Περιμένοντας τον Γκοντό: Οι έφηβοι εκφράζουν τις εντυπώσεις τους για το κείμενο του Μπέκετ
Μετά το πέρας του πρώτου μέρους, ξεκίνησε μια συζήτηση με τα παιδιά που συντόνιζαν ο Θωμάς Μοσχόπουλος και η Δηώ Καγγελάρη. Αρχικά έκαναν εκείνοι κάποιες ερωτήσεις στους έφηβους, ενώ όταν εκείνοι πήραν θάρρος, άρχισαν να θέτουν τα δικά τους ερωτήματα και να εκφράζουν τις σκέψεις τους πάνω στο έργο. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι το έργο άγγιξε πολύ τα παιδιά, τα έβαλε σε σκέψεις που άλλα εξέφρασαν πιο απλοϊκά, άλλα πιο εμπεριστατωμένα (είχε να κάνει και με την ηλικία σε κάποιες περιπτώσεις), ενώ πολλές από τις ερωτήσεις ήταν πολύ εύστοχες. Οι δυο στόχοι που τέθηκαν στην εισαγωγή από τον Θωμά Μοσχόπουλο, φάνηκαν να βρίσκουν ανταπόκριση, καθώς τα ερωτήματα κινήθηκαν πολύ γύρω από τις θεματικές του κειμένου ενώ υπήρχαν και απορίες σε σχέση με τεχνικά ζητήματα της παράστασης.
Τα θέματα θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:
Ποιος θα μπορούσε να είναι ο Γκοντό; Οι έφηβοι απαντούν
Πολλοί ενδιαφέρουσες ήταν οι απαντήσεις-παρατηρήσεις των παιδιών για το ποιος είναι ο Γκοντό. Να θυμίσουμε ότι ο ίδιος ο Μπέκετ είχε αναφέρει χαρακτηριστικά όταν είχε ερωτηθεί: «Αν ήξερα, θα το είχα απαντήσει στο έργο». Επίσης σύμφωνα με τον Gunter Anders, τον Μπέκετ δεν τον ενδιαφέρει τόσο ο Γκοντό όσο το «περιμένοντας». Πολλοί από τους μελετητές τον έχουν ταυτίσει με τον θεό ή θεούλη (ως πιθανό υποκοριστικό της αγγλικής λέξης «God»).
Ας δούμε τι είπαν οι έφηβοι:
«Ο Γκοντό πιστεύω πως μπορεί να είναι ο θεός. Περιμένουν σαν να πεθάνουνε γιατί και το τοπίο είναι έτσι, σαν από πόλεμο ή κάτι τέτοιο».
Άλλα παιδιά τον συνέδεσαν με την ευτυχία που περιμένουν επειδή οι ήρωες είναι δυστυχισμένοι ή με το νόημα της ζωής, που δεν μπορούν να το δώσουν μόνοι τους αλλά περιμένουν κάποιον να τους το δώσει.
«Θεωρώ ότι έχει περισσότερο μια κοινωνική υπόσταση. Με τον ρόλο του είλωτα που στην αρχή τον στήριζαν αλλά μετά για κάποιον λόγο τέθηκαν εναντίον του, θεωρώ ότι θίγει κάπως την κοινωνία που δεν είναι μόνο σύγχρονη αλλά και διαχρονική. Και υπάρχει η μορφή της κοινωνίας ακόμα και σήμερα. Για αυτό πιστεύω ότι είναι διαχρονικό».
«Μου θυμίζει πχ κάποιους εργαζόμενους που δουλεύουν πολύ σκληρά για να καταφέρουν να πάνε διακοπές. Περιμένουμε πολλές φορές πράγματα, ζούμε για αυτά και τελικά δεν τα κάνουμε ποτέ. Ή όπως λέμε περιμένω να φτάσω στο πιο πάνω που υπάρχει και όταν φτάνουμε συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι κάτι φοβερό. Και τελικά χάσαμε την ουσία και τη χαρά που θα μπορούσαμε να χαμε πάρει στον δρόμο μέχρι να φτάσουμε επειδή είχαμε συγκεντρωθεί πολύ στον στόχο. Είναι πολλές φορές που δεν δίνουμε σημασία σε αυτά τα μικρά πράγματα».
«Πολλές φορές οι άνθρωποι όταν δεν μπορούν να κάνουν κάτι, βασίζονται πάνω σε μια θεότητα ώστε να τους βοηθήσει. Δεν θέλω να το γυρίσω στη θρησκεία. Γιατί απλά δεν μπορούν να το κάνουν μόνοι τους. Και θετικό και αρνητικό μέσα. Δείχνει για μένα αδυναμία».
Περιμένοντας τον Γκοντό: οι έφηβοι αναρωτιούνται για το ζήτημα της βίας στο έργο
Το πρώτο μέρος της παράστασης είναι εκείνο που δημιουργεί το πρώτο σοκ στα παιδιά, που έρχονται σε επαφή με ένα δύσκολο κείμενο. Εστιάζουν πολύ στη βία του Πότζο στον Λάκυ. Ο πρώτος, εκτός του ότι έχει δεμένο και φορτωμένο τον Λάκυ, κρατά και ένα μαστίγιο, το οποίο χτυπάει δυνατά και ο θόρυβος είναι έντονος και τρομακτικός.
Ας δούμε παρακάτω τις σκέψεις και τις παρατηρήσεις των παιδιών πάνω σε αυτό. Το εντυπωσιακό ήταν ότι ξεκίνησε να μιλάει ένα μικρότερο σε ηλικία παιδί και ουσιαστικά άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για το θέμα, στο οποίο επανέρχονταν τα παιδιά με ερωτήσεις και παρατηρήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης. Να τονίσουμε ότι ο Θωμάς Μοσχόπουλος διευκρίνισε ότι το έργο είναι για ενήλικες αλλά επέλεξαν να το παρουσιάσουν στους έφηβους καθώς δεν τους θεωρούν παιδιά, πιστεύουν ότι είναι κοντά στην ενηλικίωση.
Η πρώτη τοποθέτηση ήταν παρακάτω: «Η παράσταση ήταν πολύ ωραία αλλά δεν ήταν για μικρά παιδιά. Αυτό με το μαστίγιο με τάραξε. Και έχει και λέξεις που είναι μόνο για μεγάλους. Επίσης το να χτυπάς κάποιον δεν είναι ό,τι το καλύτερο».
Και οι απαντήσεις των άλλων εφήβων:
«Εκτιθέμεθα σε πολύ μεγάλο ποσοστό βίας στην καθημερινότητά μας. Αυτά που βλέπουμε στην παράσταση δεν έχει καμία σχέση με αυτό που γίνεται έξω στον κόσμο. Επίσης κάθε κίνηση βίας εδώ στην παράσταση είναι χορογραφημένη και σκηνοθετημένη. Επίσης είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας και του τρόπου που λειτουργεί η κοινωνία και όσον αφορά τη βία. Υπάρχει πολύ μεγάλη δόση βίας εκεί έξω».
«Η βία υπάρχει εκεί έξω σε πολύ μεγάλο βαθμό. Θα δεις άτομα στον δρόμο χτυπημένα, στις ειδήσεις προβάλλονται πρόσωπα σε βία. Είναι παντού».
«Ζούμε σε έναν βάναυσο κόσμο»
«Καταλληλότητα- ακαταλληλότητα: δεν ζούμε πάνω σε ροζ σύννεφα με μονόκερους»
Το ότι οι ήρωες είναι δίχως ηλικία είναι δεδομένο. Εμένα με ενδιέφερε αυτή η κούραση, η παγωμάρα και τα πρόωρα γηρατειά που έχουν νεότεροι στις μέρες μας. Αυτόί που έχουν περάσει αυτό που λέμε κρίση, πολύ γενικευμένα, μια κρίση αξιών. Βλέπουμε πολύ ώριμη σκέψη από νέους ανθρώπους (όπως για παράδειγμα από τις ερωτήσεις που ακούσαμε σήμερα) αλλά παράλληλα βλέπουμε και ανθρώπους που είναι φοβισμένοι και θεωρούν ότι τελείωσε η ζωή τους προτού ξεκινήσει καλά καλά.
Θωμάς Μοσχόπουλος
Περιμένοντας τον Γκοντό: η σχέση των δυο κεντρικών ηρώων, Βλαντιμίρ και Εστραγκόν
«Παίζει κάτι ανάμεσα στον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν; Έτσι όπως μιλάνε μοιάζουν με ερωτευμένοι»: αυτή ήταν η ερώτηση που έθεσε ένας έφηβος. Η απάντηση του Εστραγκόν ήταν σύντομη και λακωνική: το αφήνουμε στη φαντασία του καθενός τι σχέση υπάρχει ανάμεσα στους δυο ήρωες. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος διευκρίνισε: «Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν θέλει να δώσει μια συγκεκριμένη μορφή σχέση ανάμεσά τους. Αυτό που περισσότερο δείχνει είναι ανθρώπους εξαρτημένους ο ένας από τον άλλο, που δεν μπορούν να φύγουν ενώ θέλουν. Αυτό θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε σχέση, μπορεί να είναι δυο φίλοι, δυο αδέρφια, οτιδήποτε». Η Δηώ Καγκελάρη συμπλήρωσε: «Μπορεί να είναι εξαρτημένη αλλά είναι και μια σχέση με πολλή τρυφερότητα. Μοιράζονται τα ίδια βάσανα. Αν τα περνούσε ο καθένας μόνος του θα ήταν δυσβάστακτα ενώ τώρα τα μοιράζονται. Είναι πολύ βασικό αυτό».
Οι έφηβοι ρωτούν για το θέμα του χρόνου και της ηλικίας των ηρώων
«Γνωριζόμαστε γύρω στα 50 χρόνια», λέει ο ένας στον άλλον. Ωστόσο, δεν φαίνονται καν 50 χρόνων, παρατηρεί ένα παιδί.
Εδώ ο σκηνοθέτης απαντά με αντίστοιχη ερώτηση. «Σε άλλο σημείο κάποια ρωτάνε τον Εστραγκόν πόσο χρονών είναι και λέει 11, μοιάζει με 11; Τι νομίζεις ότι θέλει να πει εδώ ο Μπέκετ; Στο έργο, ο συγγραφέας θίγει έντονα το ζήτημα του χρόνου. Το αφήνει να αιωρείται μέσα στην ασάφεια μέσα σε όλο το έργο. Είναι πολύ καιρό μαζί, άρα μοιάζει πολύ».
Μια άλλη μαθήτρια εστιάζει στη νεανικότητα των χαρακτήρων: «Μπορεί να νιώθει 11 στο μυαλό, να είναι πιο νεανικός ο τρόπος σκέψης του».
Αργότερα μια δασκάλα έθεσε το ζήτημα της ηλικίας των ηθοποιών στον Μοσχόπουλο, γιατί επέλεξε πιο νέους ηλικιακά. Και εκείνος απάντησε: «Το ότι οι ήρωες είναι δίχως ηλικία είναι δεδομένο. Εμένα με ενδιέφερε αυτή η κούραση, η παγωμάρα και τα πρόωρα γηρατειά που έχουν νεότεροι στις μέρες μας. Αυτόί που έχουν περάσει αυτό που λέμε κρίση, πολύ γενικευμένα, μια κρίση αξιών. Βλέπουμε πολύ ώριμη σκέψη από νέους ανθρώπους (όπως για παράδειγμα από τις ερωτήσεις που ακούσαμε σήμερα) αλλά παράλληλα βλέπουμε και ανθρώπους που είναι φοβισμένοι και θεωρούν ότι τελείωσε η ζωή τους προτού ξεκινήσει καλά καλά. Αυτή ήταν η επιλογή ως ένα διακριτικό σχόλιο. Επίσης είναι πολύ πιο διαθέσιμοι οι νέοι ηθοποιοί να δοκιμάσουν πράγματα τις περισσότερες φορές».
Τι απαντούν οι συντελεστές για τον χρόνο και τις ηλικίες τους;
Τάσος Ροδοβίτης (Εστραγκόν): «Αυτό που ζουμε, αυτό που θέλουμε να υπάρχουμε, αυτό είναι ο χρόνος. Επίσης, δεν θεωρώ ότι τίθεται ηλικιακό ζήτημα στο κείμενο. Ό,τι λέει μέσα είναι και κυριολεκτικό και μεταφορικό. Άλλωστε έχουν περάσει και 50 χρόνια από τότε που γράφτηκε το έργο (κάνοντας αναφορά στο «γνωριζόμαστε 50 χρόνια»)
Πάνος Παπαδόπουλος (Βλαντιμίρ) : «είναι και λίγο συμβολικοί και οι χαρακτήρες. Σαν να μην έχουμε ηλικία./ είχε κάτι απελευθερωτικό αυτό με το θέμα της ηλικίας. Ανά συνθήκη, παίρνεις διαφορετικές μορφές. Οπότε έχει κάτι πιο κοντά στον κλοουν παρά στον ρεαλιστικό χαρακτήρα/ παίζουν σκηνές, κομμάτια ζωής. Κάτι θυμίζει από κρεββατομουρμούρα, από φιλίες/ δεν ακολουθούν συγκεκριμένη πορεία, είναι σπαράγματα διαδρομών ζωής». Όσο για το τι είναι για μένα ο χρόνος; Μου έρχεται μια φράση που βρήκα στο Ίντερνετ από το έργο «Το κατά πιλάτον Ευαγγέλιο» του δραματουργού Eric-Emmanuel Schmit: «το μόνο πράγμα που μας διδάσκει ο θάνατος είναι το κατεπείγον της αγάπης». Αυτό είναι για μένα ο χρόνος. Νιώθεις πως ό,τι ξοδεύεται, υπάρχει ανάγκη να προσφερθεί προτού ξοδευτεί».
Γιάννης Βαρβαρέσος (Λάκυ): «Τον χρόνο δεν μπορείς να τον δεις, τον βιώνεις. Δεν σε νοιάζει κατά πόσο είσαι 5 ή 35. Ζεις μέσα σε αυτόν. Απλά υπάρχεις. Είναι σαν να είσαι μέσα σε κύματα».
Γιάννης Σαμψαλάκης (Πότζο): «Για μένα το κυνήγι του χρόνου είναι ο κυριότερος λόγος που παθαίνω κρίσεις πανικού. Νιώθω συνέχεια να απολογούμαι στον χρόνο»
Πέτρος Δημοτάκης (Αγόρι): «Παλιά σκεφτόμουν πολύ, έβαζα deadlines. Μέχρι που βαρέθηκα καθώς αυτό που δεν περίμενα, δεν ερχόταν. Και αποφάσισα να αρχίσω να πηγαίνω με τη ροή της ημέρας. Τότε ήρθαν κάποια πράγματα σιγά σιγά. Και απολαμβάνω την πορεία μέχρι να φτάσω σε κάτι. Αυτή η πορεία δεν είναι πάντα απολαυστική αλλά και το καλό και το κακό περνούν».
Θωμάς Μοσχόπουλος: «Εγώ νομίζω ότι αυτή η αίσθηση του παρόντος είναι το μεγαλύτερο ζήτημα.είσαι στο τώρα και σκέφτεσαι το μετά και το πριν αλλά είσαι στο τώρα. Σε οποια ηλικία και να βρίσκεσαι, γιατί είμαι ο μεγαλύτερος της παρέας, υπάρχουν στιγμές που δεν μπορώ να ξεχωρίσω το «είμαι 5 χρονών» – είμαι 55 χρόνων. Νομίζω ότι αυτή η ηλικία καταγράφεται. Η ψυχολογική ηλικία. Την κούραση που νιώθουν αυτοί οι ήρωες μπορούν να την αισθάνονται και οι πολύ νεότεροι. Είναι ένας κουρασμένος και γερασμένος πολιτισμός».
Οι έφηβοι αναρωτιούνται για τον χώρο: Γιατί είναι έτσι το μέρος στο «Περιμένοντας τον Γκοντό»; Γιατί είναι όλα διαλυμένα;
Ο σκηνοθέτης παροτρύνει τα παιδιά να σκεφτούν πάνω σε αυτό το ερώτημα, λαμβάνοντας υπόψιν και την εποχή που γράφτηκε το έργο. Έτσι μια μαθήτρια κάνει μια πολύ εύστοχη παρατήρηση: «Νομίζω ότι το έργο γράφτηκε λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δείχνει πόσο εξαθλιωμένοι ήταν οι άνθρωποθι. Άρα ο τόπος δεν έχει μεγάλη σημασία, Είναι ένα μέρος είναι ρημαγμένο από την καταστροφή και τη διχόνοια».
Και η Δηώ Καγκελάρη συμπληρώνει: «Είναι πολύ σημαντικό να ξέρουμε και πότε γράφτηκε το έργο. Ο συγγραφέας αλλά και οι καλλιτέχνες και οι θέατές είχαν ζήσει μια συγκλονιστική εμπειρία. Οι άνθρωποι είχαν συγκλονιστεί με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είχαν μάθει για αυτή τη βαναυσότητα. Ακολούθησε η Χιροσίμα… Ήταν μια εποχή που σφράγισε την ψυχή και τον νου των ανθρώπων γενικότερα. Έτσι, μεταφέρει λίγο από αυτήν την εμπειρια στο κείμενό του. Σήμερα μπορούμε εμείς να τοποθετήσουμε άλλα αδιέξοδα της δικής μας εποχής μέσα από αυτό το έργο».
Οι έφηβοι κάνουν πολλές ερωτήσεις για τον Λάκυ στο «Περιμένοντας τον Γκοντό»
Ο Λάκυ ήταν ο ήρωας που μονοπώλησε πολλές ερωτήσεις. Το ζήτημα της βίας απέναντί του, το ότι αρχικά ήταν συμπαθής στον Βλαντίμιρ και τον Εστραγκόν αλλά στο τέλος τους νευριάζει. Και εννοείται εκείνο που τα εντυπωσιάζει είναι ο μονόλογός του που είναι τόσο μακροσκελής και σχεδόν ακατάληπτος. Κάποια παιδιά τον βρήκαν λίγο κουραστικό. Μια άλλη μαθήτρια –που φάνηκε πιο εξοικειωμένη με το έργο- ανέφερε ότι ήταν εσκεμμένα μακροσκελής ο μονόλογος ώστε να κουράζει και το κοινό και τους πρωταγωνιστές.
Τι απαντά ο Λάκυ (Γιάννης Βαρβαρέσος) για τον μονόλογό του; «Θέλει κάτι να πει. Στο δικό μου το μυαλό υπάρχει ένας άξονας. Μετά μπαίνουν πράγματα που εξηγούν-παρεξηγούν κλπ».
«Γιατί ο Λάκυ μένει ενώ ο Πότζο τον κακομεταχειρίζεται; »
Ο Λάκυ απαντά: «Το βασικό είναι ότι με αφήνει να σκεφτώ. Μπορεί να τον υπηρετώ, να κάνω ό,τι μου ζητήσει αλλά με αφήνει παράλληλα να σκεφτώ κάποια στιγμή. Αυτή η κατάσταση εμένα ως Λάκυ με βολεύει». Και ο Θωμάς Μοσχόπουλος συμπληρώνει: «Είναι αυτό το βόλεμα και σε αυτή την επίσης εξαρτημένη σχέση που θέλει να αναδείξει ο Μπέκετ».
«Γιατί ο Λάκυ χρειάζεται καπέλο για να σκεφτεί;»
Ο Γιάννης Βαρβαρέσος απαντά: Ας φανταστούμε όλοι μας το γιατί. Κάποια πράγματα δεν χρειάζεται να τα εξηγούμε. Ούτε ο συγγραφέας άλλωστε γράφει το γιατί. Κάτι γίνεται με τα καπέλα γενικά στο έργο. Ενώ ο Θωμάς Μοσχόπουλος συμπληρώνει: «Είχε λίγο ένα θέμα με τα καπέλα ο Μπέκετ. Μπορεί και η ερμηνεία να είναι πολύ απλή. Του άρεσε ο βωβός κινηματογράφος, ο Τσάπλιν και το δίδυμο Χονδρός- Λιγνός. θα μπορούσε να είναι αναφορά σε αυτήν την κωμωδία, μιας και τα καπέλα μοιάζουν πολύ».
Έφηβοι: Τα τεχνικά ζητήματα για το ανέβασμα μιας παραστασης που τους απασχολούν
Ποια ήταν τα τεχνικά ζητήματα που απασχόλησαν τα παιδιά κατά την διάρκεια της πρόβας; Το μεγαλύτερο μέρος των ερωτήσεων αφορούσε το πώς αποστηθίζουν οι ηθοποιοί τα λόγια τους και τι γίνεται αν τα ξεχάσουν. Όπως ανέφερε ο Πότζο, «σήμερα ξεχάσαμε 50 φορές τα λόγια μας. Όταν γίνεται αυτό, προσπαθούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο ενώ υπάρχει και ο Στέλιος, ο βοηθός σκηνοθέτη που μπορεί να παρέμβει». Κατά τα άλλα, τους απασχόλησε πολύ το σκηνικό, το πώς και γιατί στήθηκε, τι σημειώσεις κρατά ο κινησιολόγος κατά τη διάρκεια της πρόβας, τι σημαίνουν οι αντιθέσεις στους διαλόγους των ηθοποιών (ο Μοσχόπουλος έλεγε συνέχεια: περισσότερες αντιθέσεις). Υπήρχαν και ερωτήσεις με μεγαλύτερο βάθος όπως πώς συνδέεται ο ηθοποιός με τον ρόλο του, πόσο απαιτητική είναι σκηνοθεσία και η ερμηνεία ενός τέτοιου κειμένου. Μια μαθήτρια τέλος ρώτησε κάτι πολύ ενδιαφέρον: σημασία έχει να είναι γεμάτο το θέατρο ή να έχεις κάτι πολύ σημαντικό να πεις στον κόσμο;
Θέατρο Πόρτα: Ποιο ήταν το feedback από αυτή τη συνάντηση με τους έφηβους;
Όταν έφυγαν τα σχολεία, το πρώτο πράγμα που ήθελα να μάθω είναι ποιο ήταν το feedback που πήραν οι συντελεστές από την όλη εμπειρία. Σίγουρα τα σχολεία έμειναν παραπάνω από όσο είχαν υπολογίσει, καθώς ήθελαν όλοι να δουν και το δεύτερο μέρος, οπότε αυτό και μόνο δείχνει ότι τα παιδιά ήθελαν πολύ να δουν όλη την παράσταση παρόλο που η αρχική πρόβλεψη ήταν να παρακολουθήσουν μόνο το πρώτο μέρος. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος αισθάνθηκε ότι «επικοινωνούνται τα θέματα του έργου που θέλουμε να επικοινωνήσουμε. Οπότε αυτό δείχνει ότι προχωράμε καλά». Μάλιστα, αρχικά βλέποντας τις αντιδράσεις των εφήβων κατά τη διάρκεια της πρόβας (γελούσαν με καθετί το αθυρόστομο, κρατώντας μια παιδική αντίδραση στα πράγματα), σκεφτόταν από μέσα του ότι δεν θα είχαν καταλάβει τίποτα. Ωστόσο, οι ερωτήσεις τους και οι παρατηρήσεις τους στη συνέχεια απέδειξαν το αντίθετο.
Ο Τάσος Ροδοβίτης (Εστραγκόν) παρατήρησε ότι έκαναν πολύ εύστοχες ερωτήσεις και παρατηρήσεις που θα τους βοηθήσει και εκείνους στην καλύτερη κατανόηση του έργου. Αυτό που εντυπωσίασε περισσότερο τον σκηνοθέτη είναι η αγωνία των παιδιών στο θέματ της βίας. Είναι ένα θέμα που τους απασχολεί τελικά. «Είμαστε εθισμένοι στη βία. Το απάντησαν τα παιδιά μεταξύ τους».
Τα υπόλοιπα επί σκηνής, στο θέατρο Πόρτα!
0 comments on “Περιμένοντας τον Γκοντό: Οι έφηβοι μοιράζονται τις σκέψεις τους για το έργο”