Νέα / Κριτικές

Θωμάς Μοσχόπουλος: «Θέλω σε κάθε σκηνοθετική μου δουλειά να συνδιαλέγομαι με το τώρα μου, με το μέλλον μου ή με τον φόβο για το μέλλον μου»

Θωμάς Μοσχόπουλος: «Θέλω σε κάθε σκηνοθετική μου δουλειά να συνδιαλέγομαι με το τώρα μου, με το μέλλον μου ή με τον φόβο για το μέλλον μου»

Θωμάς Μοσχόπουλος: «Θέλω σε κάθε σκηνοθετική μου δουλειά να συνδιαλέγομαι με το τώρα μου, με το μέλλον μου ή με τον φόβο για το μέλλον μου»

«Είναι η μόνη δική μου παράσταση που όταν την παρακολουθώ, αφήνομαι, χάνομαι.»: Συζητώντας με τον Θωμά Μοσχόπουλο για τον δικό του Γκοντό και το μπεκετικό σύμπαν με αφορμή την παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό»

Κείμενο: Πέπη Νικολοπούλου

Το Περιμένοντας τον Γκοντό στο Θέατρο Πόρτα σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου διανύει τον τελευταίο μήνα των παραστάσεών του, έπειτα από μια επιτυχημένη σεζόν, αποσπώντας ενθουσιώδη ανταπόκριση από το κοινό. Το εμβληματικό έργο του Ιρλανδού Νομπελίστα Σάμιουελ Μπέκετ, με τον θαυμαστό συνδυασμό φόρμας και περιεχομένου, παραμένει ένα αριστούργημα—άχρονο και ταυτόχρονα σύγχρονο, συγκεκριμένο και ταυτόχρονα αφηρημένο, σαφές και αινιγματικό.

«Τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα», είχε δηλώσει ο Σάμιουελ Μπέκετ και με αυτό το έργο του, αφήνοντας πάνω στη σκηνή ένα μεγάλο κενό να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, άλλοτε να διαστέλλεται και άλλοτε να συστέλλεται, ένα κενό γεμάτο σημασίες και μια αναμονή δίχως τελειωμό που βαραίνει όσο η ίδια η ύπαρξη. Δεν πρόκειται για απλώς ένα εμβληματικό έργο του Θεάτρου του Παραλόγου, αλλά ένα θεατρικό μανιφέστο που προσκαλεί το κοινό να αναμετρηθεί με τις πιο θεμελιώδεις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Η δράση εκτυλίσσεται σε ένα απογυμνωμένο σκηνικό—ένας έρημος ανηφορικός δρόμος.

Οι δύο πρωταγωνιστές του, ο Βλαντιμίρ (Ντίντι) και ο Εστραγκόν (Γκόγκο) περιμένουν σε έναν έρημο δρόμο, δίπλα σε ένα δέντρο, την άφιξη ενός μυστηριώδους προσώπου, του Γκοντό. Καθώς περιμένουν, συζητούν, τσακώνονται, φιλοσοφούν, γελούν και απελπίζονται, ενώ συναντούν τους Πότζο και Λάκι, δύο άλλους χαρακτήρες που συνεισφέρουν στη σουρεαλιστική και βαθυστόχαστη ατμόσφαιρα του έργου. Ο Γκοντό, ωστόσο, δεν εμφανίζεται ποτέ, και η αναμονή των δύο πρωταγωνιστών συνεχίζεται, μετατρέποντας το έργο σε μια μεταφορά για την ανθρώπινη ύπαρξη, την απουσία νοήματος, την ελπίδα και την απόγνωση.

Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα έργο γεμάτο επαναλήψεις, κυκλικότητα και ανοιχτές ερμηνείες. Θεωρείται ένα από τα πιο απαιτητικά έργα του σύγχρονου θεάτρου – όχι μόνο για τους ηθοποιούς, αλλά και για τον ίδιο τον σκηνοθέτη. Αναρωτιέμαι αν αυτό ήταν για τον Θωμά Μοσχόπουλο μια πρόκληση και όταν θα μιλήσουμε τον ρωτάω.

«Για πολλούς είναι ένα έργο δύσκολο και απαιτητικό. Αν καταφέρεις να κερδίσεις αυτό το μερίδιο του κοινού είναι μεγάλη επιτυχία. Από την άλλη δεν είναι τυχαίο ότι έχει χαρακτηριστεί δύσκολο έργο. Έχει παρουσιαστεί σε δύσκολα και ίσως δυσνόητα σκηνοθετικά ανεβάσματα. Κάτι που είναι παράλογο δεν το παίζεις παράλογα. Και αυτό είναι κάτι που είχα διαρκώς στο μυαλό μου να αποφύγω. Είναι σημαντικό να εισχωρήσες πίσω από τις ραφές της κατασκευής, ώστε ο θεατής να οδηγηθεί μόνος του σε αυτό το παράλογο».

«Περιμένοντας τον Γκοντό»
© Πάτροκλος Σκαφίδας
Ένας ατόφιος «Γκοντό» από τον Θωμά Μοσχόπουλο (της Όλγας Σελλά)
© Πάτροκλος Σκαφίδας

«Ξεκίνησα από το κείμενο, μέσα από τη δική μου αντανάκλαση στη συγκεκριμένη φάση ζωής και ηλικίας»

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος θα  γνωρίσει το έργο σε μικρή ηλικία. Ένα τέτοιο αριστούργημα σε καλεί να το γνωρίσεις στα πρώτα σου ενήλικα, αναγνωστικά βήματα. «Όταν το πρωτοδιάβασα δεν μπορώ να πω ότι ήμουν σε θέση και να το επικοινωνήσω. Το θαύμαζα αλλά την ίδια στιγμή μου ήταν εντελώς ξένο. Kαι κάθε φορά που το ξαναδιάβαζα ανακάλυπτα και διαφορετικές οπτικές. Το μελέτησα πολύ, ειδικά μέσα στην καραντίνα που τελικά απέκτησε μια ευκρίνεια, σαν να μιλάει μέσα μου άμεσα, καθαρά, δίχως καμία διανοητική παρέμβαση ανάλυσης. Αισθανόμουν το κάθε τι».

Η σκηνοθετική του προσέγγιση θα ξεκινήσει από το ίδιο το κείμενο, εμβαθύνοντας στη ρυθμική του δόμηση, τις σιωπές, τις επαναλήψεις και τις υπόγειες εντάσεις που το διατρέχουν. Μέσα από αυτή τη λεπτομερή ανάγνωση, θα αναζητήσει τον παλμό του έργου, μεταφέροντας στη σκηνή όχι μόνο τις λέξεις, αλλά και τις αδιόρατες παύσεις. Κάθε ανάγνωση του Περιμένοντας τον Γκοντό έγινε μια συνάντηση με τον χρόνο—τόσο τον προσωπικό όσο και τον δραματουργικό—«και αυτή η σκηνοθετική προσέγγιση γεννήθηκε από την ανάγκη να αφουγκραστώ τι αντηχεί διαφορετικά μέσα μου σήμερα. Ξεκίνησα από το κείμενο το ίδιο, μέσα από τη δική μου αντανάκλαση στη συγκεκριμένη φάση ζωής και ηλικίας.»

Είχε φθάσει η ώρα να αναμετρηθεί σκηνοθετικά με τον «Γκοντό». «Συναντάει» τον Μπέκετ και αυτό του το έργο σε μια στιγμή ωριμότητας, αναμετρώντας όχι μόνο τη σκηνική του γλώσσα, αλλά και το ίδιο το αίνιγμα του χρόνου και της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι άραγε τυχαία αυτή η στιγμή, τον ρωτάω: «Ξέρεις η λέξη ωραίος σημαίνει αυτός που είναι στην ώρα του. Θέλω σε κάθε σκηνοθετική μου δουλειά να συνδιαλέγομαι με το τώρα μου, με το μέλλον μου ή με τον φόβο για το μέλλον μου. Και αυτό το έργο τα περιλαμβάνει όλα».

Για εκείνον αυτό το έργο δεν μοιάζει με ένα διανοητικό παίγνιο, πρόκειται για κάτι που πηγάζει από μια πολύ αληθινή και ακατέργαστη εσωτερική κατάσταση. «Θυμάμαι τη Φιόνα Σο όταν είχε έρθει στην Επίδαυρο για τις Ευτυχισμένες Ημέρες. Μαζί της είχα μοιραστεί το πόσο γενναιόδωρο και ανοιχτό είχα βρει το έργο. Ένιωθα σαν να εκτίθεται ειλικρινά μέσα από το κείμενο. Η σύνδεση της μιας φράσης με την άλλη είναι αυτή που δημιουργούσε τον περίεργο και παράλογο κόσμο. Δεν θα την ξεχάσω να μου περιγράφει τον φόβο της όταν βρέθηκε πάνω στη σκηνή και την απάντησή της πως ο μόνος τρόπος να μιλήσει είναι μέσα από τον φόβο της.», θα θυμηθεί ο Θωμάς Μοσχόπουλος.

«Το έργο μου αποκαλύφθηκε, είχε ροή, έμοιαζε με μουσική που αντιλαμβανόμουν χωρίς να μπορώ να εξηγήσω με τη λογική. Δεν ακολουθείς κάτι που είναι οργανωμένο δυνητικά με μια αυστηρή λογική αλλά με έναν υποκειμενικό συνειρμό τον οποίο μπορείς να ακολουθήσεις. Πάλλεσαι μέσα από μια δόνηση, μέσα από μια γλώσσα μη λεκτική».

Και αυτό ταιριάζει απόλυτα με το πώς λειτουργεί το θέατρο του Μπέκετ: δεν είναι απλώς παράλογο ή αποστασιοποιημένο, αλλά μια έκθεση, ένας διαρκής εσωτερικός αγώνας. Κάθε φράση συνδέεται με κάτι πραγματικό, ακόμα κι αν ο κόσμος του έργου μοιάζει ανοίκειος ή κατακερματισμένος. «Είναι η μόνη δική μου παράσταση που όταν την παρακολουθώ, αφήνομαι, χάνομαι. Αφήνομαι σε μια ροή που έχει να κάνει πολύ με τη στιγμή». Και αυτή ήταν και η σκηνοθετική καθοδήγηση προς την ομάδα των ηθοποιών.

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος επέλεξε με σκηνοθετική ευφυΐα να αναθέσει τους ρόλους του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν σε νεότερους ηθοποιούς, ανατρέποντας την «μπεκετική» παράδοση που θέλει αυτούς τους χαρακτήρες να ερμηνεύονται από μεγαλύτερους σε ηλικία. Αυτή η επιλογή προσέδωσε στο έργο μια σύγχρονη, ανανεωμένη οπτική. Ο Πάνος Παπαδόπουλος ενσαρκώνει τον Βλαδίμηρο με έναν συνδυασμό εύστοχης κωμικής αφέλειας και στοχασμού, ενώ ο Τάσος Ροδοβίτης αποδίδει τον Εστραγκόν με ειλικρίνεια και ευθύτητα. Ο Γιάννης Σαμψαλάκης, ως Πότζο, μεταφέρει με ένταση τη δυναμική του ρόλου, ενώ ο Γιάννης Βαρβαρέσος, ως Λάκυ, καθηλώνει με την τραγικότητα του χαρακτήρα του.

«Ήταν όλοι τους άνθρωποι που καταφέραμε να συνεννοηθούμε, μάλιστα σε ένα πεδίο αφαίρεσης. Αποφύγαμε να μπούμε σε πεδία ανάλυσης που συνηθίζουμε, είτε ψυχολογικής προσέγγισης είτε οποιασδήποτε ιδεολογικής και εισήλθαμε σε δυναμικές κατασκευής. Αφέθηκαν στο ένστικτό τους και στη διάθεση παιχνιδιού. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος και θεωρώ δικαιωμένο τον εαυτό μου σε σχέση με τις επιλογές της ομάδας. Άνθρωποι αφοσιωμένοι, χαμηλών τόνων σε μια αξιόλογη συνάντηση. Δουλέψαμε πάνω σε πολύ αυστηρούς, δομικούς κανόνες με μεγάλο βαθμό ελευθερίας ταυτόχρονα. Συγκεκριμένες οδηγίες όπου ο καθένας μπορούσε να εκφράσει τον εαυτό του».

Περιμένοντας τον Γκοντό: Οι έφηβοι εκφράζουν τις εντυπώσεις τους για το κείμενο του Μπέκετ
© Πάτροκλος Σκαφίδας

Μπροστά σου το χειρότερο ώσπου να αρχίσεις να γελάς
-Σάμιουελ Μπέκετ

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, ιχνηλατώντας με κατανόηση τον μπεκετικό κόσμο, αποτυπώνει με ακρίβεια το τραγικοκωμικό σύμπαν του έργου, όπου το γέλιο και η απόγνωση συνυπάρχουν αξεδιάλυτα. «Μπροστά σου το χειρότερο ώσπου να αρχίσεις να γελάς», έλεγε ο Μπέκετ υπενθύμιση στην κουβέντα μας. «Αυτή ακριβώς είναι η αίσθηση της τραγικότητας που την έχει και η τραγωδία. Η επίγνωση ότι παίρνω πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μου, αυτό είναι για μένα το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αίσθηση ότι θα βρεις νόημα, ότι εσύ δεν θα χαθείς, ότι εσύ είσαι διαφορετικός. Αυτό για μένα είναι μια τραγική συνείδηση που απλά αντέχεται μόνο μέσα από το χιούμορ».

Αυτό το έργο δεν μπορείς να το προσεγγίσεις μόνο συναισθηματικά—κι αυτή είναι η μεγάλη του αλήθεια. Είναι ένας αδιάκοπος διάλογος ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, το κωμικό και το τραγικό, το μεγάλο και το μικρό μια ακατάλυπτη ροή όπου η σκέψη και το συναίσθημα εναλλάσσονται αδιάλειπτα, δημιουργώντας ένα πεδίο συνεχούς αναζήτησης και αμφισβήτησης. «Το αστείο είναι ότι ο Μπέκετ γελάει και με το μεγάλο. Είναι σαν να σου ζητάει να αντέξεις την αμφιθυμία. Ότι μπορεί έναν άνθρωπο να τον αγαπάς και να τον μισείς ταυτόχρονα. Ότι ένα πράγμα να είναι η κατάρα και η ευλογία της ζωής σου ταυτόχρονα».

Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Βασίλη Παπατσαρούχα συνθέτουν έναν κόσμο σκονισμένο, γεμάτο ερείπια—μια γκρίζα τοπογραφία της αναμονής, ένας διάδρομος έτοιμος να σε απογειώσει, να σε ανυψώσει που ποτέ δεν θα το κάνει, ένας χώρος όπου ο χρόνος έχει σταματήσει και η ελπίδα μοιάζει ταυτόχρονα παρούσα και ανέφικτη. Ο χώρος της παράστασης και η σκηνογραφία παίζουν σημαντικό ρόλο στην αίσθηση της αναμονής και του κενού. «Με τον Βασίλη συμφωνήσαμε από την πρώτη στιγμή στη διαμόρφωση μιας αίσθησης απόδρασης. Θέλαμε την προοπτική αλλά δεν είναι κιόλας. Είναι μια ψευδαίσθηση προοπτικής. Ένα σκηνικό που ενισχύει αβίαστα την εικαστικότητα», αναφέρει ο σκηνοθέτης για τη συνεργασία με τον Βασίλη Παπατσαρούχα.

Ο Γκοντό είναι ένα σύμβολο που έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως – ως θεός, ως ελπίδα, ως εξουσία, ως κενό. Ο ίδιος ο Μπέκετ είχε πει ότι αν ήξερε ποιος είναι ο Γκοντό, θα το είχε γράψει στο έργο. Πώς επέλεξε άραγε να τον προσεγγίσει, τον ρωτάω. «Για εμένα είναι ο Γκοντό. Τίποτα άλλο. Τόσο απλό. Ξέρεις κάποιοι φίλοι του έχουν πει, ότι οι περισσότεροι διάλογοι του Μπέκετ είναι αποτυπωμένοι από κουβέντες που έκανε με τη γυναίκα του. Σκέψου πόσο ακραία ρεαλιστικό είναι αυτό. Φαντάσου να αντλείς τέτοια κομμάτια διαλόγων από διαφορετικά μέρη, από ανθρώπους που ζουν σε άλλους τόπους, και να λες: “Αυτό είναι η ζωή στη γη”».

Σε μια εποχή όπου η αίσθηση της αναμονής και της αβεβαιότητας είναι πιο έντονη από ποτέ το έργο παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ. «Είναι ένα έργο για την αναμονή, την αναγέννηση, το πένθος, τη χαρά, τη μνήμη. Είναι ένα έργο για το τέλος των έργων».

Οι επόμενες θεατρικές συναντήσεις με τον Θωμά Μοσχόπουλο

Θωμάς Μοσχόπουλος: “Δεν είμαστε μηχανές παραγωγής ιδεών”
O Θωμάς Μοσχόπουλος / Φωτογραφία: Patroklos_Skafidas

Η κουβέντα μας πλησιάζει στο τέλος της και στην οθόνη μου έχω το πρόσωπο του Θωμά Μοσχόπουλου γεμάτο ενέργεια, ανανεωμένο και χαρούμενο. Εδώ και αρκετό καιρό βρίσκεται στην Κύπρο όπου σκηνοθετεί για πρώτη φορά στην Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ. Στο έργο «Επιθεωρητής» του Νικολάι Γκόγκολ, με αριστοφανική μαεστρία, παρελαύνει μπροστά στα μάτια του θεατή η παθογένεια της γραφειοκρατίας και η κοινωνική διαφθορά έχοντας μια θεματική συνάφεια με το μπεκετικό κόσμο που έχει στήσει στο Θέατρο Πόρτα. «Μια παράσταση που έχει απευθείας συνειρμούς με τη φάρσα και το παράλογο του Μπέκετ. Είμαι πολύ τυχερός γιατί έχω έναν πολύ μεγάλο θίασο με τον οποίο συνεργάζομαι εξαιρετικά και μαζί δημιουργούμε μια αίσθηση ομάδας με ανθρώπους που δεν γνώριζα πολύ καλά και αυτό είναι πολύ ανανεωτικό».

Το αμέσως επόμενο διάστημα, θα τον συναντήσουμε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με ένα έργο δικό του, μια αναφορά ξεκάθαρα στον Μπέκετ, μια άσκηση ύφους φόρος τιμής στον θεατρικό συγγραφέα με αφετηρία από το «Περιμένοντας τον Γκοντό» σε μια δική του εκδοχή. Στο Χατζιμίρ και Φιλιντόρ ή «Οι δελφίνοι», πρωταγωνιστές δύο δελφίνοι που περιμένουν να δουν ποιος από τους δύο θα στεφθεί Βασιλιάς. Μια θεατρική αναμέτρηση, όπου το τραγικό και το κωμικό συναντώνται ξανά, σε μια έντονα συμβολική φόρμα.

Πηγή: elculture.gr

0 comments on “Θωμάς Μοσχόπουλος: «Θέλω σε κάθε σκηνοθετική μου δουλειά να συνδιαλέγομαι με το τώρα μου, με το μέλλον μου ή με τον φόβο για το μέλλον μου»

Comments are closed.