Σε μία από τις πλέον εκκεντρικές και αισθητικά ενδιαφέρουσες παραστάσεις της σεζόν, το βρετανικό σινεμά, οι τηλεοπτικές σειρές μυστηρίου, τα παιχνίδια ρόλων και η λογοτεχνία του φανταστικού επιστρατεύονται για να καταδείξουν τη δυστοπία της σύγχρονης πραγματικότητας.
ΓΡΑΦΕΙ: ΤΩΝΙΑ ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ
Χαρακτηριστικό δείγμα της βρετανικής δραματουργίας που δεν παύει να ακμάζει, καθώς η στήριξη στους συγγραφείς και η ανάπτυξη της δραματουργικής παραγωγής αποτελούν σταθερούς στόχους της πολιτιστικής πολιτικής της Βρετανίας, είναι η “Pomona”. Ο Άλιστερ ΜακΝτάουαλ έγραψε μια ιστορία που μιλάει για το “κακό” και τη δυστοπία της πραγματικότητας, για θέματα δηλαδή με τα οποία έχουν ασχοληθεί δεκάδες έργα˙ την τοποθέτησε όμως σε μια ιδιαίτερη σκηνική συνθήκη, κάνοντας τη διαφορά. Ήταν είκοσι εφτά χρονών το 2014, όταν την έγραψε ˙ έτσι, εμπνεύστηκε από την ποπ κουλτούρα της γενιάς του και παρέδωσε ένα φρέσκο κείμενο, που ξαφνιάζει ευχάριστα.
Δανειζόμενος στοιχεία από το βρετανικό σινεμά των 90s-00s, τις τηλεοπτικές σειρές μυστηρίου, από τα παιχνίδια ρόλων (RPG) και τη λογοτεχνία του φανταστικού, έστησε ένα δυστοπικό παραμύθι, που διαδραματίζεται σε μια no man’s land, σε μια εγκαταλελειμμένη περιοχή του Μάντσεστερ, όπου καταφεύγει μια γυναίκα για να βρει την αδερφή της. Στην ιστορία εμπλέκεται μια ομάδα προσώπων σε μια λούπα γεγονότων που αφορούν παράνομες δοσοληψίες, εξαφανίσεις προσώπων, εμπόριο βρεφών· όλα τοποθετημένα σε μια συνθήκη παιχνιδιού, όπου οι συμμετέχοντες ερμηνεύουν συγκεκριμένους ρόλους, υπακούοντας στις οδηγίες που εκφέρει κάθε φορά ο συντονιστής της δράσης. Περίπου όπως συμβαίνει στο θέατρο, μας λέει ίσως ο συγγραφέας.
Αυτό το κλείσιμο του ματιού εκμεταλλεύεται ο Θωμάς Μοσχόπουλος και μας δείχνει πως ένα έργο που μοιάζει να επαφίεται σε μη θεατρικούς κώδικες είναι ένα συναρπαστικό σκηνικό δημιούργημα, το οποίο μεταφέρει επί σκηνής επιστρατεύοντας όλη τη δύναμη και τη γοητεία του χειροπιαστού που χαρακτηρίζει τη θεατρική τέχνη, καταφέρνοντας παράλληλα να αποτυπώσει πλήρως τα μη θεατρικά στοιχεία του έργου: την κινηματογραφική γλώσσα, την ψηφιακή τεχνολογία, τα στοιχεία της επιστημονικής φαντασίας, την αισθητική των videogames. Ακολουθώντας τη σπειροειδή εξέλιξη της ιστορίας, που κάθε τόσο διακόπτεται προκειμένου οι “παίκτες” να ρίξουν τα ζάρια που θα καθορίσουν τα επόμενα βήματά τους στο “παιχνίδι”, ο Μοσχόπουλος όχι μόνο δεν χάνει το νήμα της, αλλά και την αποδίδει σε μια ολοκληρωμένη –από άποψη αισθητικής, ατμόσφαιρας και ερμηνειών– παράσταση, που συλλαμβάνει απόλυτα τόσο την “ψεύτικη” πλευρά της, δηλαδή τη συνθήκη του παιχνιδιού, όσο και την αλήθεια που αναδύεται μέσα απ’ αυτό.
“Είμαστε όλοι βουτηγμένοι στα σκατά”, μοιάζει να λέει (κατ’ αντιστοιχία με τη “θέση” του συγγραφέα στην ατάκα-κλειδί: “δεν υπάρχουν καλοί άνθρωποι. Υπάρχουν απλώς αυτοί που έχουν συνείδηση ότι προκαλούν πόνο κι αυτοί που δεν έχουν”), τοποθετώντας την ιστορία σε ένα σκηνικό γεμάτο λεκάνες τουαλέτας, ενώ κοστούμια, προβολές (Βασίλης Παπατσαρούχας) και φωτισμοί (Νίκος Βλασόπουλος) αποτυπώνουν εύστοχα τη σκοτεινή, underground συνθήκη της “Pomona” και των ανθρώπων της, τους οποίους ερμηνεύουν εξαιρετικά οι Γιώργος Παπαπαύλου, Άλκης Μπακογιάννης, Φώτης Στρατηγός, Σίμος Κακάλας, Άννα Μάσχα, Ειρήνη Μακρή και Στεφανία Ζώρα.
0 comments on “Pomona”