Φαντασία, εφιάλτης ή μήπως η αόρατη καθημερινότητα, όσα συμβαίνουν σε μια μυστηριώδη νησίδα στο κέντρο της πόλης; Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί πρώτη φορά στη χώρα μας το σουρεαλιστικό θρίλερ του Αλιστερ ΜακΝτάουαλ, με εξαιρετικό καστ, σε μια παράσταση που την εμβύθιση ακολουθεί η κριτική σκέψη.
Κείμενο: Γρηγόρης Ιωαννίδης
Μην αμφιβάλλετε, έπεσα κι εγώ αμέσως θύμα της διάχυτης γοητείας του έργου στο θέατρο «Πόρτα», ένας από τους πολλούς προφανώς που βγήκαν μετά την παράσταση προσπαθώντας όχι τόσο να καταλάβουν τι είδαν, όσο να επανέλθουν στη πραγματικότητα της Μεσογείων.
Βλέπετε το έργο του Αλιστερ ΜακΝτάουαλ, πρωτοπαιγμένο πριν από δέκα χρόνια και (μυστηριωδώς) μόλις φερμένο στη χώρα μας έπειτα από μια μεγάλη καριέρα στη σκηνές της Αγγλίας και διεθνώς, αμφισβητεί τον καλό κανόνα της δυτικής δραματικής αφήγησης- από την Αναγέννηση τουλάχιστον και μετά: «Βάλε τα πράγματα σε μια κάποια σειρά και προχώρα κλιμακωτά από την αρχή προς το τέλος της ιστορίας σου….».
Εδώ όμως τα πράγματα όλα γυρίζουν σε κύκλο, κλείνονται εντός κύκλου και εξιστορούνται κυκλικά, με τρόπο ώστε να είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσεις κάπου την αρχή του νήματος. Ο «κύκλος» στο έργο του ΜακΝτάουαλ είναι κάτι παραπάνω από δραματουργικό σχήμα· είναι η ίδια η κοσμοαντίληψη του έργου, τα εξωτερικά όρια ενός σισύφειου κόσμου που αδυνατεί να διαφύγει και παραμένει καταδικασμένος να επιστρέφει πίσω. Από την άλλη, ο κύκλος αποτελεί τον τυπικό χώρο κάθε τελετής κι εδώ χαρίζει στο κατά τα άλλα νατουραλιστικό βρετανικό έργο την αίσθηση της μυστηριακής εμπειρίας που το καθιστά τόσο διαφορετικό για τους θεατές του.
Η αληθινή «Πομόνα» αναφέρεται, βέβαια, σε μια απολύτως υπαρκτή γεωγραφική περιοχή του Μάντσεστερ, σε μια λουρίδα γης που καθώς περιβάλλεται από δύο διώρυγες αποτελεί στην ουσία ένα νησί. Παλιότερα φιλοξενούσε τις αποβάθρες της πόλης και είχε ορισμένες βικτωριανές επαύλεις μεγάλης αξίας, ωστόσο μετά εγκαταλείφτηκε και πολύ πρόσφατα έγινε ξανά αντικείμενο μιας φιλόδοξης ανάπλασης-επένδυσης που στοχεύει να μετατρέψει το νησί στην καρδιά του Μάντσεστερ σε περιοχή εφάμιλλης του Μανχάταν. Ωστόσο, στο έργο του ΜακΝτάουαλ η Πομόνα γίνεται το συμβολικό κέντρο μιας πόλης που βρίσκεται πολύ μακριά από το βλέμμα μας, η no man’s περιοχή μιας underground μυθολογίας.
Εκεί, στη μυστηριώδη Πομόνα, την ερημική και φρουρούμενη, συμβαίνουν πράγματα που ανήκουν στον αστικό μύθο ή στη φαντασία, στους εφιάλτες ή στην απολύτως καθημερινή -αν και απολύτως αόρατη- καθημερινότητα… Γιατί το έργο του ΜακΝτάουαλ, εκτός από κυκλικό το ίδιο, δομείται επίσης σε ομόκεντρους κύκλους. Με άλλα λόγια, περιλαμβάνει στην εξωτερική του στοιβάδα ένα «παιχνίδι ρόλων» που εγκολπώνεται το κυρίως έργο, έτσι ώστε κάποια στιγμή η ταύτιση των δύο να μην αφήνει τον θεατή να κατανοήσει τι από τα δύο προηγείται: είναι το παιχνίδι μέσα στο θεατρικό ή το αντίθετο;…
Στην παράσταση του «Πόρτα» μάλιστα τα πράγματα γίνονται ακόμα περισσότερο περίπλοκα, καθώς ο Θωμάς Μοσχόπουλος έχει τοποθετήσει κοντά στα άλλα και έναν τρίτο -κάπως «πιραντελικό» θα λέγαμε- Κύκλο. Βάζει τους ηθοποιούς του να παίζουν ένα παιχνίδι ρόλων, την ίδια στιγμή που οι ερμηνείες τους καθοδηγούνται από τους άλλους ηθοποιούς του θιάσου…. Μια κοπέλα-αγόρι ψάχνει τη χαμένη αδελφή της και καταφεύγει σε ένα πορνείο, μια άλλη τηλεφωνεί και ζητεί να κάψουν τα χρήματά της, μια άλλη συναντά έναν περίεργο αν και αγαθό τύπο για να παίξουν ένα παιχνίδι ρόλων…
Μπερδευτήκατε; Πάμε από την αρχή. Στο «Πόρτα», λοιπόν, βλέπουμε μια παράσταση, που αφηγείται ένα «παιχνίδι ρόλων», που με τη σειρά του αφηγείται μια ιστορία… Η οποία -ανάποδα- αφηγείται ένα παιχνίδι ρόλων, που με τη σειρά του αφηγείται μια παράσταση… Η σπείρα κλείνει και ανοίγει, συσπειρώνεται και ξεδιπλώνεται κατά βούληση, αδυνατώντας να βρει ένα σημείο εξόδου.
Το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι άλλο βέβαια από την περίφημη «εμβύθιση» όλων μας, ηθοποιών και θεατών, σε ένα σύμπαν δυστοπικό και κλειστοφοβικό, απειλητικό μα και προδήλως σαγηνευτικό. Η σχέση του με την αισθητική και την αντίληψη των κόμικς είναι άμεση και έχει από την αρχή τονιστεί ιδιαίτερα, ειδικά όταν μέρος του σκηνικού κόσμου του έργου αποτελεί η σύσταση ενός τυπικού για τα γκράφικ-νόβελ κόσμου εγκλήματος και διαφθοράς, στον οποίο γκροτέσκα πλάσματα της υπερρεαλιστικής ειρωνείας ποτίζονται με την κυνική αντίληψη, το μαύρο μελαγχολικό χιούμορ και το γενικό αίσθημα αδιεξόδου.
Ομως η συμβολή του Μοσχόπουλου βρίσκεται στο να μας αφήσει να γευτούμε την αίσθηση της «εμβύθισης» και στη συνέχεια να μας τραβήξει πίσω στην επιφάνεια της κριτικής σκέψης. Γιατί στο κέντρο της Πομόνας δεν βρίσκεται κάποια φανταστική, αλλά μια πολύ αληθινή νησίδα, στο κέντρο μάλιστα της κοινής μας πόλης.
Εχω την εντύπωση πως για τον Μοσχόπουλο το «Πομόνα» δεν μιλάει παρά για τον τρόπο που έχουμε ανακαλύψει για να κρύβουμε σε αόρατες στοές την πολύ φανερή συνενοχή μας στα γνωστά εγκλήματα. Ακόμα και στο κέντρο της δικής μας πόλης, υπάρχουν «νησιά» στα οποία συμβαίνουν τα ίδια ή παρόμοια φρικώδη πράγματα, τα οποία γνωρίζουμε και για τα οποία ωστόσο σιωπούμε. Ή τα οποία καλύτερα προτιμούμε να εξορκίζουμε, μεταθέτοντας την ύπαρξή τους σε ένα φανταστικό, συμβολικό ή αφηρημένο παιχνίδι.
Οπως συμβαίνει, ας πούμε, με το έργο του ΜακΝτάουαλ. Τι θέλουμε να δούμε πίσω από αυτό; Είναι ζήτημα επιλογής. Επιλέγουμε, ας πούμε, να δούμε ένα ήδη φανερό και πραγματικό έγκλημα, οπότε θα πρέπει να παραδεχθούμε τη συνένοχη της σιωπής μας. Ή, -πολύ καλύτερα για εμάς- επιλέγουμε να ανάγουμε την Πομόνα σε ένα αισθητικό επίπεδο, φτιάχνοντας ιστορίες για κάποιον «δαίμονα Κθούλου», -με κεφάλι χταποδιού-, που κινεί τα νήματα της Πομόνα επιδιώκοντας την επαναφορά του Κακού στη Γη….
Η κατά κάποιον τρόπο «μπρεχτική» διδασκαλία του Μοσχόπουλου, η συνεχής διακοπή των ρόλων για να θυμίσει σε όλους πως υπάρχει στο τέλος μια εξωτερική πραγματικότητα που καθορίζει τις άλλες, τα επίμονα γκέστους των ηθοποιών, μα και η μέτρηση των Επεισοδίων (σαν εξωτερική «γραμμική» απόδοση της μέσα κυκλικής αφήγησης) είναι πιστεύω όλα σημάδια της προσωπικής προσέγγισης του Ελληνα σκηνοθέτη στο έργο του ΜακΝτάουαλ. Ακόμα και το σκηνικό του Βασίλη Παπατσαρούχα, που θέλει να γεμίσει με τουαλέτες τη σκηνή σαν υπενθύμιση της πάλαι ποτέ ειρωνικής κριτικής για τη θεσμική τέχνη από τη μεριά του Ντισάν, νομίζω ότι συγκλίνει στο ίδιο ερώτημα: Καταναλώνουμε πραγματικότητα και τέχνη όπως καταναλώνουμε κοτομπουκιές; Ή αναρωτιόμαστε από τι είναι αυτά φτιαγμένα;…
Από εκεί και πέρα αναλαμβάνουν οι ηθοποιοί της παράστασης, που είναι αληθινά όλοι τους εξαιρετικοί. Το «Πόρτα» επιμένει να τους εμφανίζει με αλφαβητική σειρά, δίνοντας σε εμάς το βάρος να τους αναθέσουμε τους ρόλους τους. Ομως θα πρέπει να επισημάνουμε και αυτή τη φορά τη συμμετοχή του στην εμφάνιση μιας ομάδας που δρα βέβαια συλλογικά, επιτρέπει ωστόσο την ίδια στιγμή σε κάθε μέλος της να διακριθεί. Η Στεφανία Ζώρα, η Ειρήνη Μακρή και η Αννα Μάσχα συμμετέχουν στον γυναικείο πληθυσμό του έργου, που σύμφωνα με την υπόθεση βρίσκεται στο κέντρο της εκμετάλλευσης από τα κυκλώματα της Πομόνα. Κι ωστόσο οι ίδιες, σαν υπνωτισμένες, συμμετέχουν αυτοβούλως σε αυτήν την εκμετάλλευση. Θαυμάσια η παρουσία του Γιώργου Παπαπαύλου, ειδικά στην αρχή, όταν ανάμεσα στις «100 κοτομπουκιές» που ο ήρωάς του καταναλώνει καθημερινά και την εκ μέρους εξιστόρηση του Ιντιάνα Τζόουνς, θέτει το βασικό μήνυμα του έργου: όλα είναι μια επιλογή του τι αληθινά θέλεις να μάθεις για τον κόσμο.
Ο Αλκης Μπακογιάννης αποδίδει εξαιρετικά την ευαίσθητη τρανς που θέλει να βρει τη χαμένη αδελφή της (ή τον χαμένο εαυτό της;). Οδηγείται στη σφαγή με κάτι από την ουσία του Μάρτυρα που θα εισέλθει την καρδιά του τέρατος για να το νικήσει. Οι Σίμος Κακάλας και ο Φώτης Στρατηγός δίνουν αληθινό ρεσιτάλ σαν οι δύο εντελώς διαφορετικοί σε ψυχοσύνθεση φύλακες της Πομόνα (μια ελαφριά αύρα από Μπέκετ υπάρχει τριγύρω), ο πρώτος σβησμένος από την ανωνυμία της ιστορίας του, ο δεύτερος έχοντας μεταθέσει στα παιχνίδια ρόλων τη δική του απόπειρα προσωπικής λύτρωσης.
Πρέπει να σημειώσουμε χωριστά τους υπόλοιπους συντελεστές. Στις προβολές τον Βασίλη Παπατσαρούχα, στον φωτισμό τον Νίκο Βλασόπουλο, στους ήχους τον Λευτέρη Δούρο, στην κατασκευή των κοστουμιών την Ολγα Εβσέεβα και στις ειδικές κατασκευές τη Δήμητρα Καίσαρη: σε παραστάσεις σαν αυτήν, όπου μετράει η ατμόσφαιρα και το περιβάλλον, η συνεισφορά τους είναι παραπάνω από διακριτή.
Μια ακόμη μεγάλη επιτυχία για το «Πόρτα», απόδειξη πως το θέατρο παραμένει ακόμα το πιο ενεργό όργανο για την εμβύθιση στο όνειρο μα και για το ξύπνημα στην πραγματικότητα που ακολουθεί.
0 comments on “Παιχνίδια ρόλων σε ένα σύμπαν δυστοπικό”