«Μας έχει κατακλύσει ένα βίαιο και έντονο, αρνητικό ήθος»

«Μας έχει κατακλύσει ένα βίαιο και έντονο, αρνητικό ήθος»
«Μας έχει κατακλύσει ένα βίαιο και έντονο, αρνητικό ήθος»
ΦΩΤ.: ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

«Πρέπει ως μεγαλύτερος να παίρνεις ρίσκα. Ακριβώς γιατί ξέρεις πως το να μην ξέρεις να κάνεις κάτι δεν είναι καταστροφή, είναι ευκαιρία!»

Της Νόρα Ράλλη

Το λέμε από αρχής: αν ήταν να προτείνουμε μία μόνο παράσταση για φέτος αυτή θα ήταν η «Pomona» (Πομόνα) στο θέατρο Πόρτα και σε σκηνοθεσία και μετάφραση Θωμά Μοσχόπουλου.

Πρόκειται για ένα σουρεαλιστικό θρίλερ του βραβευμένου συγγραφέα Αλιστερ Μακ Ντάουαλ (ανέβηκε το 2014 Orange Tree Theatre στο Richmond, συνέχισε στο Εθνικό Θέατρο στο Λονδίνο και λόγω απίστευτης επιτυχίας παίζεται ανά τον κόσμο) όπου οι χαρακτήρες παίζουν «role playing games» (RPG – παιχνίδια ρόλων), μπαίνουν και βγαίνουν από αυτούς, δημιουργώντας, σε μη γραμμική αφήγηση, μία αναπόδραστη λούπα.

Η Πομόνα είναι ακριβώς αυτό: μία εγκαταλελειμμένη περιοχή, στο κέντρο της πόλης, από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγεις. Ο Θ. Μοσχόπουλος έκανε μία τόσο καλή μετάφραση, που το έργο μοιάζει να έχει γραφεί για κάθε έναν από εμάς, σήμερα. Για τις δικές μας, αναπόδραστες, ζωές. Το σκηνοθέτησε μαζί με έναν «άγνωστο»: τον καλλιτέχνη Sigurdur F3. Τελικά όμως, τι απαιτείται για να νιώσουμε οικείο το ανοίκειο και γνωστό τον ξένο; Και τι, για να δούμε μία τόσο καλή παράσταση, που όσο σκοτεινή δείχνει φαινομενικά, τόσα καθαρτικά δρα εν τέλει;

● Παρουσιάζετε το έργο ως σουρεαλιστικό θρίλερ και είναι, αλλά προσωπικά το ένιωσα ως απτή, πλήρως και καθημερινώς βιωμένη καθημερινότητα.

Αυτό που με ενδιαφέρει πολύ στο έργο είναι ότι παίζει με το ύφος και τη θεατρική γλώσσα με έναν τρόπο αρκετά ασυνήθιστο. Υπάρχει το ρεαλιστικό ιδίωμα μιας καθημερινότητας οικείας και ενός αρνητικού ήθους που έχει κατακλύσει τα πάντα και είναι έντονο και βίαιο πολύ, αλλά ταυτόχρονα αφήνει περιθώρια σε μια πιο προσωπική ερμηνεία για τον κάθε θεατή. Ακριβώς επειδή η αφήγηση δεν είναι γραμμική, το παζλ το χτίζει ο θεατής όπως θέλει. Και αυτό, εμένα προσωπικά, με ενδιαφέρει πάντα.

● Είναι κάτι πολύ σύγχρονο, αν και τα «παιχνίδια ρόλων» δεν είναι κάτι καινούργιο. Ωστόσο τόσο η μετάφραση όσο και οι ερμηνείες (και δεν υπάρχουν καλές ερμηνείες, δίχως να είναι καλή η σκηνοθεσία – να τα λέμε κι αυτά) φέρνουν το έργο όχι μόνο στο σήμερα, αλλά στο μέσα μας…

Το έργο είναι ακριβώς αυτό και κατ’ εμέ. Ανοίγει έναν άλλο δρόμο. Ψάχνω παρόμοια έργα με το δίκαννο! Οσο για τη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες, καταρχάς χαίρομαι για τη σύνδεση που κάνεις, καθώς είναι κάτι που δεν το σκεφτόμαστε ίσως, μα για μένα είναι πολύ βασικό. Μάλιστα, είμαι υπέρμαχος της «αόρατης» σκηνοθεσίας, αυτής που δεν καταλαβαίνεις πού έχει επέμβει και όλα όσα συμβαίνουν επί σκηνής φαίνεται σαν να είναι οργανικά δεμένα. Από κει και πέρα είναι και η σχέση σκηνοθέτη-ηθοποιού που δημιουργείται.

Με την Αννα Μάσχα, για παράδειγμα, συνεργαζόμαστε χρόνια, με την Ειρήνη Μακρή έχουμε ξαναδουλέψει, αλλά και με τον Σίμο Κακκάλα, που δεν είχαμε ξανασυνεργαστεί, όλα πήγαν εξαιρετικά. Αναπτύσσεις ένα κριτήριο με την εμπειρία και μπορείς να καταλάβεις πολύ γρήγορα ποιοι ηθοποιοί θέλουν να ψαχτούν και να δοκιμάσουν και ποιοι απλά να αναπαράγουν τον εαυτό τους. Προσωπικά με ενδιαφέρει να συν-ταξιδέψω με τους ηθοποιούς.

● Αυτό είναι συγκινητικό (και χρησιμοποιώ τη λέξη και με τη συναισθηματική και με την πολιτική της έννοια – του «κινούμαι μαζί») για δυο λόγους: καταρχάς, γιατί συνήθως το νέο και το καινούργιο το ταυτίζουμε με νέους σκηνοθέτες και δεύτερον γιατί ο καλλιτεχνικός χώρος έχει περάσει πολύ δύσκολα τελευταία, μαζί του κι εμείς ως θεατές. Βαλλόμαστε εκατέρωθεν με στερεότυπα αλλά και από πολύ βίαιες αλήθειες και δεν ξέρουμε προς τα πού να πάμε…

Ταυτόχρονα υπάρχει ένας νεοσυντηρητισμός τρομερός! Ολη αυτή η ανακατάταξη, το μπέρδεμα και η ασάφεια συντεταγμένων, που έχουν επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στον θεατρικό χώρο, έχουν δημιουργήσει μία προδιάθεση για ασφάλεια: ο θεατής δεν θέλει να ρισκάρει. Θέλει να πάει κάπου που έστω θα ξέρει το έργο. Βέβαια, σε αυτό φταίμε κι εμείς, καθώς η ανάγκη να συνδεθούμε με κάποιες σταθερές, μας στρέφει σε πιο συντηρητικές επιλογές.

Pomona
ΦΩΤ.: ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΣΚΑΦΙΔΑΣ
● Εσύ πάντως τόλμησες, κι ας μην είσαι 20 χρόνων…

(γελάει…) Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Βαριέμαι τα ίδια και τα ίδια. Ασε που μόνο ηλικιακό δεν είναι το ζήτημα. Ισα ίσα: μεγαλώνοντας κανείς, πρέπει να παίρνει μεγαλύτερα ρίσκα. Εχει την υποχρέωση να παίρνει μεγαλύτερα ρίσκα. Ως νέος, τολμάς βέβαια, αλλά είναι μέρος της φύσης σου. Ως μεγαλύτερος, είναι συνειδητή επιλογή, όχι μία τυχαία, παρορμητική κίνηση. Ακριβώς γιατί ξέρεις πως το να μην ξέρεις να κάνεις κάτι δεν είναι καταστροφή, είναι ευκαιρία!

● Συνεργάστηκες και με τον Ισλανδό conceptual artist και ενεργό μέλος της κουλτούρας των RPG (role playing games), Sigurdur F3, στη σκηνοθεσία. Τον γνώρισες ποτέ;

Εχω μία έμμονη ιδέα πως πρέπει να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Οχι, δεν γνωριστήκαμε ποτέ, δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του, δεν έχω ακούσει καν τη φωνή του. Συνομιλούσαμε με ηλεκτρονική αλληλογραφία. Του έστελνα σκηνές από τις πρόβες και μου έστελνε κυρίως ερωτήσεις: γιατί αποφάσισα αυτό να γίνει έτσι, το άλλο αλλιώς. Αυτός ο διάλογος με τροφοδότησε εξαιρετικά γόνιμα, καθώς μέσω του διαλόγου πάντα οργανώνω τη σκέψη μου πιο στέρεα.

Το να πρέπει να επιχειρηματολογήσεις πάνω στις αποφάσεις που παίρνεις είναι κάτι άλλο από το να ακολουθείς μόνο το ένστικτό σου. Εμπιστεύομαι και το δεύτερο βέβαια, αλλά όταν εξηγείς μία θέση, αυτή ενδυναμώνεται. Το ίδιο συνέβη και όταν γράφαμε μαζί με την Ξένα Καλογεροπούλου. Με συμπληρώνει ο διάλογος.

● Ταυτόχρονα, δίνεις και χώρο. Κάτι που δεν είναι καθόλου δεδομένο, ειδικά στον καλλιτεχνικό κόσμο.

Τον δίνω γιατί τον έχω! Η αλήθεια είναι πως με τα χρόνια έχω τιθασεύει αρκετά το ναρκισσιστικό μου κομμάτι -κάτι που, δυστυχώς, είναι μέρος της δουλειάς μας. Ο άνθρωπος του θεάτρου αισθάνεται το κέντρο του κόσμου… Βέβαια, πρέπει να αισθάνεται έτσι, αλλά μόνο για τη μιάμιση ώρα που είναι πάνω στη σκηνή. Ο σκηνοθέτης, όμως, που είναι κάτω απ’ τη σκηνή, δεν πρέπει να ναρκισσεύεται καθόλου. Πρέπει να δώσει όλο τον χώρο στους ηθοποιούς. Αυτό δεν συμβαίνει δυστυχώς…

● Μου ανέφερες την Ξένια Καλογεροπούλου. Μία γυναίκα ηθοποιό, που παρά την καριέρα που έχει κάνει, παρά τη χαμηλή της όραση πλέον, παίζει ακόμη και συμμετέχει ενεργά στη θεατρική πράξη. Την είδαμε στον «Θείο Βάνια» του Καραντζά και ήταν ασύλληπτη: η άρθρωσή της, οι κινήσεις της, η ερμηνεία της…

Η Ξένια… Εκεί να δεις το ασύμβατο της ηλικίας με τη νεότητα! Είναι όσο νέα μπορείς να φανταστείς, όταν κάτι τροφοδοτεί τη σκέψη και τη δημιουργικότητά της. Εχουμε δημιουργήσει μία ισχυρή σχέση εμπιστοσύνης και πλέον δεν επεμβαίνει καθόλου στο τι κάνω στο θέατρό της, γιατί εμπιστεύεται. Είμαστε σε τακτική επικοινωνία, αλλά τώρα είναι απορροφημένη με την παράσταση και επενδύει πολλή δύναμη για να υπάρχει εκεί, με βάση τον πήχη που έχει θέσει η ίδια.

● Είπες την πρώτη μέρα της παράστασης, στον διάλογο που ακολούθησε με τους θεατές, πως «για ν’ αντέξουμε τους μεγάλους φόβους, δημιουργούμε μεγάλους μύθους». Αν αυτό το φέρουμε στο σήμερα, με την ακρίβεια, τη διαφθορά, τη μη δημοκρατία, αυτό το εναγώνιο παιχνίδι με τους μύθους και τους φόβους, πού εδράζεται;

Υπάρχει ένας φαύλος κύκλος στον οποίο η εξιδανίκευση πάει χέρι χέρι με την απογοήτευση. Αυτό δημιουργεί μία πόλωση τόσο μεγάλη πια, που ο ρεαλισμός έχει σχεδόν απομακρυνθεί από τις ζωές μας και χρησιμοποιούμε την έννοια μόνο με κυνικό τρόπο. Ενας άνθρωπος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τον μισθό του. Αυτό δεν θεωρείται πια ρεαλισμός. Ρεαλισμός θεωρείται το «τόσα έχεις, με τόσα θα ζήσεις»… Τι να πω… Προσωπικά προσφεύγω στην ουσία της Τέχνης για να υπάρξω μέσα σ’ όλο αυτό. Αυτό έχει ένα στοιχείο φυγής, αλλά σε συνδέει και με την πραγματικότητα. Στο έργο ακούγεται πως «κάποιοι έχουν συνείδηση ότι προκαλούν πόνο και κάποιοι όχι». Για μένα, το να συνειδητοποιείς ότι η οδύνη που βιώνουμε και σε κοινωνικό και σε πολιτικό επίπεδο είναι κάτι που το αναπαράγουμε εμείς, ότι δεν είμαστε αθώοι δηλαδή, είναι αναγκαίο.

«Μας έχει κατακλύσει ένα βίαιο και έντονο, αρνητικό ήθος»
ΦΩΤ.: ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Η ευθύνη είναι επιβεβλημένη και πρέπει να την αναλάβουμε και εμείς! Ολοι πετάμε το μπαλάκι ο ένας στον άλλο, σαν να μη συμμετέχουμε σε μία κοινή ζωή και ψάχνουμε να βρούμε κάποιον να του φορτώσουμε είτε όλη την ευθύνη της φθοράς είτε την ευθύνη της σωτηρίας! Είναι σχεδόν μεσσιανικό αυτό: περιμένουμε από τη μια την έλευση του σωτήρα και από την άλλη στρεφόμαστε στη δαιμονοποίηση! Αυτό εμένα με ξεσκίζει… Ασε που είναι και πλήρως αντιδραματικό. Το αρχαίο δράμα, αλλά και μετέπειτα, βασίζεται στον διάλογο ακραίων καταστάσεων επί σκηνής, που συμφιλιώνονται ή δεν συμφιλιώνονται κι έτσι καταστρέφονται. Αν, λοιπόν, πάμε σε λύσεις που σου δίνονται στο πιάτο (δεν υπάρχουν βέβαια, αλλά είναι καθησυχαστικό για τον κόσμο να πιστεύει ότι υπάρχουν) και δεν μπεις σε ένα προτσές, σε μία διαδικασία δουλειάς και επεξεργασίας (διαλόγου δηλαδή και κριτικής δράσης), τότε δεν μιλάμε για «δράμα» – μιλάμε για μελόδραμα! Για έργα δηλαδή που έχουν καλούς και κακούς, που έχουν έτοιμες απαντήσεις. Αυτό είναι αδιέξοδο και κάνει τον φαύλο κύκλο όλο και πιο έντονο.

● Και η κάθαρση… έτσι θα έρθει;

Μα η κάθαρση βιώνεται μόνο όταν συνειδητοποιείς πως τον πόνο δεν τον νιώθεις μόνο εσύ, αλλά και άλλοι. Είναι, δηλαδή, κοινός τόπος. Οταν, δηλαδή, εσύ μου λες ότι είδες τη ζωή σου στο έργο, αυτό είναι ανακουφιστικό. Γιατί είναι κάτι «μαζί»! Ηρθε μία κοπέλα που μου είπαν πως είχε κατάθλιψη και είπε πως ένιωσε πολύ καλύτερα βλέποντας την παράσταση, ενώ δεν είναι μία «χαρούμενη» παράσταση. Ή το άλλο: σκέψου καθεστώτα απολυταρχικά και χουντικά· σε αυτά απαγορεύεται να δείξεις πόνο και στενοχώρια. Παντού δείχνουν χαρά!

Σκέψου πόσο και πώς ο φασισμός επιβάλλει τη χαρά και τη φαινομενική υγεία. Ολα τα άλλα απαγορεύονται! Οταν έχεις το δικαίωμα να δείξεις τα σκοτάδια σου και να συμμετέχεις στου άλλου, αυτό σημαίνει ότι ακόμα έχεις ένα ποσοστό ελευθερίας λόγου. Το κακό είναι πραγματικό. Μπορείς να το προκαλέσεις. Εμείς γιατί κρύβουμε τον πόνο μας; Γιατί δεν μας αφήνουν να συν-πονέσουμε; Ας αναρωτηθούμε…

● Οπότε, τι κάνουμε;

Βρίσκουμε τον προσανατολισμό μας.

● Και πώς τον αποκτούμε αυτόν τον ρημαδοπροσανατολισμό;

Με πόνο. Αλλά με την έννοια του κόπου. Του πονήματος. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι και δύσκολο. Το θέμα είναι ν’ αποφασίσεις ν’ ανοίξεις έναν ειλικρινή διάλογο με τον εαυτό σου και τα πράγματα γύρω σου. Και να χαίρεσαι που κοπιάζεις γι’ αυτό. Ισως ακούγεται κάπως ηθικοπλαστικό έτσι που το λέω, αλλά πραγματικά το εννοώ. Υπάρχει μία τάση αυτοματοποίησης. Νομίζουμε πως θα πατήσουμε ένα κουμπί και θα γίνουν όλα. Πως οι στόχοι μας θα εκπληρωθούν, πατώντας κουμπιά. Και δεν το νομίζουμε μόνο για μας, αλλά το απαιτούμε και από τους κυβερνώντες, τους φίλους και τις σχέσεις μας. Και αν δεν γίνει έτσι, απογοητευόμαστε ακαριαία! Εμ, δεν είναι έτσι. Θέλει πολύ κουπί και διάρκεια και σταθερότητα για να έχεις αποτέλεσμα.

Και τα τρία αυτά απαιτούνται. Το λέω γιατί τείνουμε να ξεχνάμε τη διάρκεια και τη σταθερότητα σε μία απόφαση… Πάντως, δεν είμαι απαισιόδοξος. Είμαι υπαρξιστής: μπορεί να ξέρω ότι κάτι είναι μάταιο, μα θα συνεχίσω να κάνω αυτό που πιστεύω πως είναι σωστό. Δεν επενδύω τόσο πια στο αποτέλεσμα, αλλά στη διαδικασία. Κάνω Τέχνη ως μία διαδικασία κοινωνικοποίησης, ως μία έναρξη διαλόγου. Οχι ως μία συνταγή συμβιβασμού (φυσικά θα γίνουν και συμβιβασμοί βέβαια, δεν μιλάμε για βίαιη επιβολή). Αλλά ως κίνηση ελευθερίας!

Πηγή: efsyn.gr

0 comments on “«Μας έχει κατακλύσει ένα βίαιο και έντονο, αρνητικό ήθος»

Comments are closed.