Κριτική της παράστασης «Πόσο κοστίζει να ζεις» – Αθηνόραμα

Πόσο κοστίζει να ζεις

Χαμηλοί τόνοι αλλά ουσιαστική δουλειά στην παράσταση του –άπαιχτου έως τώρα– έργου της Πολωνής δραματουργού.

Γράφει: Τώνια Καράογλου

Δεύτερο από τα τέσσερα έργα που έχει υπογράψει η τριανταεξάχρονη Μαρτίνα Μαγιόκ, το «Πόσο κοστίζει να ζεις» (2016), αποτυπώνει τα προσωπικά της βιώματα, δηλαδή τη μετανάστευση σε παιδική ηλικία στις ΗΠΑ και τη ζωή στις εργατικές συνοικίες του Νιου Τζέρσι, όπου οι κάτοικοι, μετανάστες και μετανάστριες κυρίως όπως η μητέρα της, πάλευαν να επιβιώσουν δουλεύοντας ως καθαρίστριες ή φροντίζοντας ηλικιωμένους. Και η ίδια η Μαγιόκ εργάστηκε ως φροντίστρια ατόμων με αναπηρία, εμπειρία που διοχετεύει στο «Πόσο κοστίζει να ζεις», όπου παρακολουθούμε τις σχέσεις μεταξύ αναπήρων και αυτών που έχουν αναλάβει τη φροντίδα τους, δηλαδή της παράλυτης μετά από ατύχημα Άνι, που τη φροντίζει ο πρώην άνδρας της, Έντι, και του Τζον, ενός διδακτορικού φοιτητή που πάσχει από εγκεφαλική παράλυση, του οποίου τη φροντίδα έχει αναλάβει μια νεαρή σερβιτόρα, η Τζες, για να ενισχύσει το πενιχρό της εισόδημα.

Πόσο κοστίζει να ζεις
©Patroklos Skafidas

Αυτό που ξεχωρίζει, και φωτίζεται ιδιαίτερα και στην παράσταση, είναι ότι δεν πρόκειται για ένα έργο που αφορά την αναπηρία αλλά εκθέτει τη σύγχρονη (αμερικανική) πραγματικότητα και τον άνθρωπο μέσα σε αυτή, τη μοναξιά, τις σχέσεις, την πάλη (και τη δίψα) για ζωή, τις ταξικές ανισότητες. Χωρίς να κραυγάζει, μιλάει για τη σκληρότητα της ζωής, την ευαλωτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, για την ανάγκη επαφής και επικοινωνίας και αντιμετωπίζει ειλικρινά και με απλότητα τις δραματικές καταστάσεις που αφηγείται. Οι ήρωες δεν υπακούν στην κατηγοριοποίηση αρτιμελείς/ανάπηροι, αλλά είναι ωραίος ο τρόπος που η συγγραφέας εκθέτει την ευαλωτότητα του ανθρώπινου σώματος, την εξάρτησή του από κάποιον άλλον, και τη βάζει δίπλα στην ευαλωτότητα της ψυχής, στην ανάγκη για συμπόρευση που κουβαλούν όλοι. Αυτή η ανάγκη μένει τελικά ως επίγευση του έργου, που κλείνει μάλιστα με μια αχτίδα ελπίδας να φωτίζει τη συνέχεια της διαδρομής των δύο από τους ήρωες.

Πόσο κοστίζει να ζεις
©Patroklos Skafidas

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος προχώρησε σε μία αξιοσημείωτης ευαισθησίας παράσταση με «διακριτική» αλλά ουσιαστική καθοδήγηση, όπου μόνο μια επιτάχυνση του ρυθμού θα ήταν ευπρόσδεκτη, καθώς η παράσταση βυθίζεται κατά στιγμές στη νωχελική ατμόσφαιρά της (συντελούν σε αυτή οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου και οι χαμηλόφωνες τζαζ νότες). Τόλμησε δε την ανάθεσή του σε τέσσερις νέους σχετικά ηθοποιούς, που τον δικαιώνουν με την παρουσία τους, και από τους οποίους θα έπρεπε ίσως να προταθούν η Αμαλία Καβάλη και ο Φώτης Στρατηγός, όχι επειδή αναλαμβάνουν τους «αβανταδόρικους» ρόλους των δύο παραπληγικών, αλλά για την ουσιαστική, εσωτερική ερμηνεία δύο ανθρώπων που, ενώ δεν καθορίζονται από την αναπηρία τους, δεν παύουν να αναμετρώνται συνεχώς με το ανήμπορο σώμα τους. Δίπλα τους, η Ειρήνη Μακρή (Τζες) και ο Μελαχρινός Βελέντζας (Έντι) ολοκληρώνουν τον προβληματισμό της συγγραφέα για τα τραύματα που χαράζει στην ανθρώπινη ψυχή η κυνική σύγχρονη πραγματικότητα.

Πηγή: Αθηνόραμα

0 comments on “Κριτική της παράστασης «Πόσο κοστίζει να ζεις» – Αθηνόραμα

Comments are closed.