Ένα geeky nerd μάς μιλάει για την Pomona

Pomona

Pomona

Κείμενο: Χριστίνα Κασσεσιάν

Μήπως τα σενάρια συνωμοσίας έχουν μεγαλύτερη βάση από ό,τι θα θέλαμε; Μήπως, τελικά, ζούμε σε ένα σκοτεινό παιχνίδι ρόλων, οι πρωταγωνιστές του οποίου διαμορφώνουν τη χαρακτηρολογία, σκηνοθετούν το σενάριο και υπαγορεύουν στα ανθρώπινα πιόνια τις επόμενες κινήσεις αποφασίζοντας για την εξέλιξη της αφήγησης με βάση τη θεωρία των πιθανοτήτων; Κι αν ναι, τότε ποιος σκηνοθετεί τον δημιουργό του παιχνιδιού και με ποια λογική; Κι εμείς, που παρατηρούμε όλα αυτά, τι θέση έχουμε μέσα στην ιστορία; Με αυτή την απορία έφυγα από το Θέατρο Πόρτα, έχοντας μόλις παρακολουθήσει τη θεατρική παράσταση Pomona.

Πομόνα

Alistair McDowall έγραψε την Pomona το 2014 σε ηλικία 27 ετών,  κατά παραγγελία του Orange Tree Theatre. Εμπνεύστηκε από την περιοχή του Μάντσεστερ, η οποία πήρε το όνομά της από την ομώνυμη θεότητα της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τον μύθο, όπως τον αφηγήθηκε ο ποιητής Οβίδιος, η Πομόνα ήταν νύμφη του δάσους, η οποία απέρριψε τον έρωτα των θεών του δάσους Συλβάνους και Πίκους, για να παντρευτεί τον Βερτούμνους, που την ξεγέλασε μεταμφιεζόμενος σε ηλικιωμένη γυναίκα. Λατρεύτηκε από τους Ρωμαίους ως θεά της αφθονίας, της καρποφορίας και της κηπευτικής.

Η πραγματική Πομόνα είναι μια περιοχή στο Μάντσεστερ, η οποία περικλείεται από δύο κανάλια του ποταμού Έργουιν, που χωρίζει το Μάντσεστερ από το Σάλφορντ. Κατά τη βικτωριανή εποχή, εκεί υπήρχε μια ιδιωτική κατοικία με μεγάλους κήπους, που ονομάζονταν Cornbrook Strawberry Gardens. Το 1846 οι αδερφοί Joseph και William Beardsley αγόρασαν την έκταση και την μετονόμασαν σε Pomona Botanical and Zoological Gardens εμπνεόμενοι από τη θεά της ρωμαϊκής μυθολογίας. Ελλείψει άλλων αξιοθέατων, το μέρος απέκτησε φήμη για τη φυσική ομορφιά και τον καθαρό αέρα του, καθώς βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά από τα εργοστάσια που αναπτύσσονταν στην πόλη λόγω της εν εξελίξει βιομηχανικής επανάστασης. Πολύ σύντομα έγινε αγαπημένος τόπος αναψυχής, που προσφερόταν για γρήγορες αποδράσεις και ποικίλες δραστηριότητες.

Το 1868, ο επιχειρηματίας James Reilly –βλέποντας επενδυτική προοπτική στην ιδέα των κλειστών χώρων αναψυχής– αγόρασε την περιοχή και έχτισε το Royal Pomona Palace, τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το Royal Albert Hall του Λονδίνου και με δυνατότητα να φιλοξενήσει περίπου είκοσι με τριάντα χιλιάδες καθήμενους θεατές. Στο Pomona Palace οργανώνονταν φεστιβάλ, αγροτικές και εμπορικές εκθέσεις, πολιτικές συγκεντρώσεις, πολιτιστικές δραστηριότητες, χοροί και άλλα θεάματα, που ενίσχυσαν τη φήμη του Μάντσεστερ και την τοπική βιομηχανία. Η Πομόνα έγινε πόλος έλξης των νεαρότερων, που πήγαιναν εκεί για να διασκεδάσουν, να χορέψουν, να πιούν χωρίς την επίβλεψη των ενηλίκων. Κάπως έτσι, έγινε συνώνυμο της διασκέδασης, της ελευθεριότητας, αλλά και μοχλός νουθεσίας στα χέρια των κηδεμόνων, οι οποίοι συμβούλευαν τις κοπέλες να μην γίνουν “σαν εκείνες που συχνάζουν στην Πομόνα”.

Σε όλα αυτά τα ενδιαφέροντα προστέθηκε μια πολύ σκοτεινή πτυχή, που με σημερινά κριτήρια –και δεδομένης της καταδίκης της αποικιοκρατίας και του Οριενταλισμού– θα ήταν ασυζητητί απαράδεκτη. Το Pomona Palace χρησιμοποιήθηκε από επιχειρηματίες, που επέστρεφαν από τα μακρινά ταξίδια τους –κυρίως στην Ανατολή και τις αποικίες της Μεγάλης Βρετανίας– φέρνοντας μαζί τους ως “αναμνηστικά” ζώα και μέλη γηγενών φυλών. Εκμεταλλεύονταν οικονομικά το γεγονός διοργανώνοντας τις λεγόμενες “ανθρωπολογικές εκθέσεις”, στις οποίες  παρουσίαζαν τα θύματά τους μέσα σε κλουβιά ως εξωτικό θέαμα (κάτι, που ήταν ευρέως διαδεδομένο σε ολόκληρη την αποικιοκρατική Ευρώπη).

Σύντομα, η τύχη της Πομόνα θα άλλαζε. Το καλοκαίρι του 1887, μια πυρκαγιά που ξέσπασε σε γειτονικό εργοστάσιο παρασκευής χημικών προκάλεσε αλλεπάλληλες εκρήξεις. Η φωτιά μεταφέρθηκε στο Pomona Palace, το οποίο υπέστη ανεπανόρθωτες ζημιές, με αποτέλεσμα να κλείσει τις πόρτες του για πάντα. Τα φυσικά κανάλια που σχηματίζονται λόγω του ποταμού Έργουιν (εξού και το ότι η περιοχή ονομάζεται Pomona Island, μιας και μοιάζει να είναι ένα νησί μέσα στην πόλη) θεωρήθηκαν ιδανικά για να κατασκευαστεί μόλος. Η Πομόνα μετατράπηκε σε αποβάθρα και λειτούργησε ως τέτοια μέχρι τη δεκαετία του 1970. Οι τελευταίες προσπάθειες για να χρησιμοποιηθεί το “νησί” και ως τόπος αναψυχής έγιναν κάπου τότε, όταν κάποιοι επιχειρηματίες λειτούργησαν ένα πλωτό νυχτερινό κλαμπ. Μετά από μια σύντομη επιτυχία, το κλαμπ έκλεισε οριστικά το 1981. Η Πομόνα αφέθηκε στη μοίρα της, παρήκμασε εγκαταλελειμμένη και μετατράπηκε σε έναν τεράστιο, δυσπρόσιτο σκουπιδότοπο. Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, άρχισαν να διαδίδονται αστικοί μύθοι για το πάλαι ποτέ στολίδι του Μάντσεστερ.

Αυτή την παρακμή και το σκοτεινό πέπλο που καλύπτει τη σύγχρονη Πομόνα, αυτό το αστικό τραύμα που δεν φαίνεται να κλείνει, μαζί και όλες τις σημειολογικές αναφορές που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν της περιοχής, είδα να μεταφέρει ο McDowall στο θεατρικό έργο του. Ένα δυστοπικό και σκληρό sci-fi mindfuck, με τα όρια μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας να είναι ασαφή και την ποπ κουλτούρα να κυριαρχεί.

Το έργο

Πομόνα. Ο συμπαθής, ελαφρώς αδέξιος και στον κόσμο του, Τσάρλι (Φώτης Στρατηγός), φύλακας σε εργοστάσιο, κάθεται σε μια από τις λεκάνες που βρίσκονται διάσπαρτες στη σκηνή διαβάζοντας κόμικς. Απευθύνεται στην Κήτον (Στεφανία Ζώρα), μια μαυροντυμένη κοπέλα, που έχει στην πλάτη μια σάκα με τεράστια υφασμάτινα αγκάθια που μοιάζουν με σκαντζόχοιρο (μου θύμισε τον Sonic the Hedgehog, τον ήρωα του βιντεοπαιχνιδιού της Nintendo). Αναρωτιέται αν η Κήτον –και κατ’ επέκταση το κοινό– είναι εξοικειωμένη με την σημειολογία των geeks, με τα graphic novels, τα RPG (Role Playing Games) και την ευρύτερη ορολογία της ποπ κουλτούρας. “Σ’ έχω ή το χάσαμε; Προχωράω;” ρωτάει συνεχώς, προσπαθώντας με αγωνία να βρει μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Η Κήτον τραγουδά χαμηλόφωνα και ίσα που του δίνει σημασία. Η Κήτον είναι μυστήρια, παράξενη. Το βλέμμα της είναι ξύπνιο και διερευνητικό, είναι ευέλικτη και γρήγορη στις κινήσεις της. Όπως ακριβώς ο Sonic ο σκαντζόχοιρος.

Για να περνάει την ώρα του, ο Τσάρλι έχει εφεύρει το δικό του παιχνίδι ρόλων. Όση σιωπή του επιβάλλει η ταπεινή εργασία του (ελέγχει ποια φορτηγά μπαίνουν στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου, χωρίς να γνωρίζει τι μεταφέρουν), όση ασημαντότητα και να έχει η ζωή του, τόση εξουσία αποκτά με τον ρόλο που έχει φτιάξει για τον εαυτό του. Κάθε τόσο φοράει τη μάσκα του Κθούλου, του μυθικού τέρατος του H.P. Lovecraft, γίνεται πανίσχυρος, ελέγχει και εξουσιάζει τα πάντα. Σε αντίθεση με την πεζή πραγματικότητα, όταν παίζει κυριεύεται από ένα αίσθημα μεγαλειότητας και παντοδυναμίας. Βυθίζεται στον αβανταδόρικο ρόλο που έχει ράψει στα μέτρα του και ψάχνει για παρέα, ζητώντας το με έναν αδέξια γλυκό τρόπο από την Κήτον, που θέλει να παίξει Dungeons and Dragons.

Ο Μόου (Σίμος Κακάλας), είναι φίλος και συνάδελφος του Τσάρλι. Αν και εργάζεται στο ίδιο πόστο, φαίνεται να είναι πιο συνειδητοποιημένος για το τι συμβαίνει εκεί. Ξέρει τις δουλειές της νύχτας και του υποκόσμου, είναι υποψιασμένος. Προστατευτικός, σχεδόν πατρικός, απέναντι στον ονειροπόλο Τσάρλι, μα αποκομμένος από τα συναισθήματά του για λόγους αυτοπροστασίας. Δύσκολο να μην τον συμπαθήσεις. Έχει ξεχάσει πώς είναι να αγγίζεις έναν άλλο άνθρωπο. Καμιά φορά πληρώνει τις πόρνες της Πομόνα, απλά για να τους μιλάει και να τις αγγίζει. Τίποτε άλλο. Ακόμα και μπροστά στην ευκαιρία μιας πρόσκαιρης και εκ του ασφαλούς ηδονής χωρίς δεσμεύσεις, κρύβεται πίσω από την ψυχική πανοπλία του. Ακολουθεί πιστά τις εντολές των προϊσταμένων του. Βλέπει. Ακούει. Δεν μιλάει. Δεν μπλέκει. Έχει μάθει να επιβιώνει, πάντοτε γνέφοντας “ναι” κι ας μην είναι τόσο υποτακτικός όσο φαίνεται.

Μάντσεστερ, νύχτα, στο αυτοκίνητο του Ζέππο. Η Όλι στο κάθισμα του συνοδηγού. Στο πίσω κάθισμα, ο Τσάρλι-Κθούλου παίζει ασταμάτητα με έναν κύβο του Rubik.

Ο Ζέππο (Γιώργος Παπαπαύλου) είναι γόνος και ιδιοκτήτης της μισής πόλης. Δεν ανακατεύεται. Δεν μπλέκει. Το παν είναι να μην μπλέξεις. Συναλλάσσεται με τον κόσμο της μέρας και τον κόσμο της νύχτας αποστασιοποιημένα, κυνικά, από θέση ασφάλειας, τα πάει καλά με όλους, νοικιάζει επιλεκτικά τα ακίνητά του. Αλλά δεν μπλέκει. Ενώ μπορεί να έχει ό,τι ποθεί η ψυχή του, προτιμά να τρώει με μανία απεριόριστη ποσότητα από κοτομπουκιές McNuggets –τι πιο παρακμιακό από αυτό;– και να περιφέρεται συνεχώς με το αυτοκίνητο αποφεύγοντας τους πιθανούς εχθρούς του. Βλέπει. Ακούει. Δεν μιλάει. Προτιμά να απέχει. Και προπάντων, να μην μπλέκει. Άραγε ελέγχει την πόλη όπως ελέγχει το τιμόνι του;

Η Όλι (Άλκης Μπακογιάννης), φαινομενικά αφελής και αθώα, αλλά πολύ τολμηρή κατά βάθος, ψάχνει να βρει τη δίδυμη αδερφή της, που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Απελπισμένη από την άκαρπη αναζήτηση, φτάνει στην κακόφημη και σκοτεινή Πομόνα και ζητά τη βοήθεια του Ζέππο, που ξέρει πολλά. Όμως, καταλήγει σε έναν οίκο ανοχής, στον οποίο θα εργαστεί για να έχει λίγα χρήματα, αλλά και για να κάνει μια τελευταία προσπάθεια. Ως σεξεργάτρια θα έρθει αντιμέτωπη με δύσκολες καταστάσεις, σωματική βία, παραβίαση ορίων, εκμετάλλευση, αλλά θα σκληραγωγηθεί και θα μάθει να επιβιώνει. Και δεν θα σταματήσει την αναζήτηση, μέχρι να βρει απαντήσεις.

Την Όλι υποδέχεται η Φέι (Ειρήνη Μακρή). Θύμα ενδοοικογενειακής βίας η ίδια, διακατέχεται από ενσυναίσθηση και τρυφερότητα για τις νεοφερμένες και, με τη φροντίδα της, μοιάζει να είναι μια μικρή όαση ανθρωπιάς στη σκοτεινιά της Πομόνα. Βοηθάει την Όλι να τακτοποιηθεί, της λέει τι επιτρέπεται και τι όχι, πώς να θέτει όρια στους πελάτες και τι να κάνει εάν νιώσει απειλή για τη σωματική ακεραιότητα ή τη ζωή της. Προσπαθεί να το σκάσει, αλλά δεν έχει βρει τον τρόπο. Γνωρίζει ήδη πολλά, αλλά θέλει να μάθει γιατί εξαφανίζονται τόσες γυναίκες από τον οίκο ανοχής. “Δεν εξαφανίζονται, φεύγουν ηθελημένα” της λέει η Γκέιλ. Η Φέι δεν πείθεται. Βλέπει. Ακούει. Δεν μιλάει. Μέχρι να έρθει η ώρα να παίξει το καλύτερο χαρτί της, όταν από τύχη θα έρθει στα χέρια της το λάπτοπ της Γκέιλ.

Η Γκέιλ (Άννα Μάσχα) οριοθετεί με αυστηρότητα τον ρόλο της ως μάνατζερ της Πομόνα. Είναι προϊστάμενη του Τσάρλι και του Μόου και διευθύνει τον οίκο ανοχής. Όμως, είναι υπεύθυνη και για άλλες “δουλειές”. Trafficking, ναρκωτικά, εμπορία βρεφών και ανθρώπινων οργάνων; Κανείς δεν ξέρει το βάθος της παρανομίας. Τα διαχειρίζεται όλα με ψυχρότητα. Βλέπει. Ακούει. Δεν μιλάει, παρά μόνο όταν δίνει εντολές. Όπως αυτή που δίνει στους δύο φύλακες. Υπάρχει άτομο, που ανακατεύεται εκεί που δεν το σπέρνουν. Δίνει διαταγή να βρουν το άτομο και να το σκοτώσουν. Θα μπορέσουν να φέρουν εις πέρας την αποστολή; Τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως θα ήθελε. Η Γκέιλ θέλει να καλύψει τα νότα της, αλλά η Φέι την κρατά στο χέρι. Τι σχέση έχει η Κήτον με όλα αυτά;

Η δομή

Το έργο δεν έχει την παραδοσιακή θεατρική αφηγηματική δομή, δεν εξελίσσεται γραμμικά. Αντιθέτως, η υπόθεση εκτυλίσσεται τμηματικά και αποσπασματικά, δύστροπα ίσως, χωρίς φαινομενική σχέση μεταξύ των σκηνών. Αυτή η ελαφρώς εκκεντρική και καινοτόμος επιλογή (τουλάχιστον για την εποχή κατά την οποία γράφτηκε το έργο), με τις εναλλασσόμενες μεταφορές μέσα στον χωροχρόνο, ενδέχεται να ξενίσει στην αρχή. Το ίδιο και οι αναφορές στην ποπ κουλτούρα και την φρασεολογία των geeks, για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτό το περιθωριακό modus vivendi, που άρχισε να ανθίζει από τη δεκαετία του ‘80 και μετά. Παρόλα αυτά, ο McDowall –άνθρωπος της γενιάς του–  σκόπιμα έχει στήσει το έργο σαν να ήταν το σενάριο ενός παιχνιδιού ρόλων ή ενός βιντεοπαιχνιδιού, όπως αυτά που ήταν δημοφιλή κατά τη διάρκεια της εφηβείας του.

Ως σκιώδης πρωταγωνιστής και παρατηρητής, ο εκάστοτε αφηγητής σχεδιάζει τους χαρακτήρες και το σενάριο. Ωστόσο, η εξέλιξη εξαρτάται άμεσα από τη ζαριά που θα φέρουν οι παίκτες. Η ροή διακόπτεται κάθε τόσο, για να αρχίσει ξανά, σε άλλο καρέ, σε άλλη τοποθεσία, με άλλους πρωταγωνιστές. Οι θεατές παρακολουθούν αδιάκοπα ένα κάδρο μέσα στο κάδρο, ένα θέατρο μέσα στο θέατρο, μια αεικίνητη μετατόπιση από τον κόσμο του φανταστικού στη ζοφερή πραγματικότητα του υποκόσμου. Και, έστω εξ αποστάσεως, συνδιαμορφώνουν την πλοκή του RPG.

Αυτή η έλλειψη χρονικής και νοηματικής σύνδεσης μεταξύ των σκηνών μοιάζει με έναν θεατρικό κύβο του Rubik, που ζητά από τον θεατή να βάλει τα τετράγωνα στη σειρά, για να λύσει τον γρίφο. Επ’ ευκαιρίας, πίσω από τη συναρμολόγηση του κύβου που είχε σχεδιάσει ευφυώς ο Rubik, κρύβεται ένας αλγόριθμος. Μια πολύ συγκεκριμένη και σταθερή αλληλουχία κινήσεων, οι οποίες οδηγούν κάθε φορά στο ίδιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως σημείου εκκίνησης. Όταν ο παίκτης αντιληφθεί τον αλγόριθμο, είναι σε θέση να λύσει τον κύβο. Κατ’ αναλογία –ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω συμβολικά τον μαθηματικό όρο– όταν εντοπίσουν τον θεατρικό “αλγόριθμο”, οι πρωταγωνιστές του έργου θα λύσουν τα μυστήρια που κρύβει η Πομόνα και οι θεατές θα βρουν την άκρη του νήματος. Αρκεί να έχουν ένα σταθερό σημείο αναφοράς (όπως συνήθως έχουμε το κεντρικό λευκό τετράγωνο στον κύβο του Rubik) για να μπουν όλα στη θέση τους.

Η παραγωγή

Τη σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει ο σπουδαίος Θωμάς Μοσχόπουλος, που είναι και η ψυχή του Θεάτρου Πόρτα. Με μεγάλη διαδρομή στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο και πάντοτε τολμηρός, ρισκάρει για ακόμη μια φορά στρατεύοντας στην ομάδα του και σχετικά νέους ηθοποιούς στο πλευρό των πιο πεπειραμένων. Βρήκα τη διανομή των ρόλων απολύτως πετυχημένη και καθέναν από τους ηθοποιούς να ερμηνεύει με μαεστρία ρόλους αρκετά απαιτητικούς. Στέκομαι στην επιλογή του Φώτη Στρατηγού, που ενσαρκώνει άψογα τον ιδανικό “σπασίκλα”. Και μου άφησε θετική εντύπωση η επιλογή του Άλκη Μπακογιάννη στον ρόλο της Όλι. Δεν γνωρίζω αν υπήρχε τέτοια οδηγία στο πρωτότυπο κείμενο, ούτε αν σκόπιμα επελέγη άντρας για τον ρόλο. Ελπίζοντας να μην ξεπερνώ κάποιο όριο εδώ παρερμηνεύοντας ίσως τις προθέσεις του σκηνοθέτη, εξέλαβα αυτή την επιλογή ως ένα έμμεσο σχόλιο που συνεισφέρει στην ορατότητα της τρανς κοινότητας. Και ιδίως των ατόμων που σχετίζονται με τη σεξεργασία, αρκετά από τα οποία συχνά πέφτουν θύματα στυγνών εγκλημάτων, εξαιτίας της ταυτότητάς τους.

Ο Μοσχόπουλος ξέρει να διαβάζει πολύ καλά το κοινό του. Επιλέγοντας να ανεβάσει το συγκεκριμένο έργο, έχει το καλλιτεχνικό και ρεαλιστικό σθένος να γεφυρώσει τον κόσμο της GenX με εκείνον της GenZ. Η πρώτη (στην οποία ανήκει ο σκηνοθέτης, γεννημένος ακριβώς στην αρχή της) γαλουχήθηκε με την κουλτούρα των παιχνιδιών ρόλων, των κόμικς και των graphic novels, των βιντεοπαιχνιδιών, του κόσμου του φανταστικού. Αυτά που είδα, μου είναι οικεία και ξύπνησαν μνήμες της γενιάς και της νεότητάς μου. Η δεύτερη, η GenZ, γνωρίζει τη “γλώσσα” μας χάρη στην αναβίωση όλων αυτών, κυρίως μέσω δημοφιλών τηλεοπτικών σειρών. Με μια μικρή λεπτομέρεια, παρόλα αυτά. Οι συγκεκριμένοι κώδικες επικοινωνίας τότε ήταν μέρος της υποκουλτούρας. Η επαναφορά τους στο προσκήνιο αφορά πολύ μεγαλύτερη μάζα του κοινού. Έχοντας περάσει στη σφαίρα της δημοφιλούς κουλτούρας, είναι διάχυτοι στις τάσεις της μόδας, στα βιβλία, στα θεάματα, στην τηλεόραση. Ο σκηνοθέτης απλώνει το χέρι στη νεότερη γενιά, φέρνοντας τα οικεία στοιχεία της γενιάς του στο εδώ και τώρα, μιλώντας τη δική της γλώσσα (ναι, διαβάσατε και αλλού για σειρές όπως είναι το Dark ή το Stranger Things και, ναι, υπάρχει μια κοινή αισθητική αναφορά σε σχέση με την Pomona). Η κινησιολογία, οι εναλλαγές στις δυναμικές των φωνών, τα σκοτεινά ηχοτοπία, ο ηχητικός σχεδιασμός, η πρωτότυπη μουσική, τα κουστούμια, ο φωτισμός έδωσαν έμφαση στα επί σκηνής δρώμενα, κάνοντας την εμπειρία της θέασης εντονότερη.

Για τον σκιώδη συν-σκηνοθέτη, τον Ισλανδό conceptual artist Sigurdur F3, μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ διάφορα. Όσο κι αν έψαξα αργότερα, δεν βρήκα καμία πληροφορία για εκείνον. Γνωρίζουμε μόνο ότι παρακολουθούσε τις πρόβες μέσω σύνδεσης, χωρίς να τον έχει δει κανείς, και έκανε τις παρατηρήσεις του μέσω ίντερνετ. Εκείνο που μου κίνησε την περιέργεια ήταν το F3. Όταν περιηγείσαι σε μια ιστοσελίδα, το κουμπί F3 του υπολογιστή εμφανίζει ένα βοηθητικό παράθυρο. Πληκτρολογείς μια λέξη ή έναν χαρακτήρα και το σύστημα υπογραμμίζει όλα τα σημεία της σελίδας στα οποία εντοπίζει τη λέξη ή τον χαρακτήρα. Κάπως έτσι έπλασα με την φαντασία μου τον Ισλανδό βοηθό. Σαν μια κρυφή “λειτουργία” του όλου συστήματος ή έναν συμβολικό αφηγητή, που μετατρέπει την ιεροτελεστία της παράστασης σε παιχνίδι ρόλων σκηνοθετώντας ακόμα και τους θεατές.

Και αυτό με έκανε να αναρωτηθώ μήπως, άθελά μου, συμμετείχα σε ένα στημένο RPG, με κάποιον άλλο να αποφασίζει για μένα –πόσο βολικό θα ήταν αυτό;– απαλλάσσοντάς με από το άχθος της όποιας ευθύνης. Σκέφτηκα πως περιφέρομαι με αγωνία πάνω σε μια σκηνή γεμάτη με βρώμικες λεκάνες, με τον Marcel Duchamp να μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι σαν να μου λέει “Είμαστε όλοι βουτηγμένοι στα σκατά”. Ή, ακόμη χειρότερα, πως είμαι μέρος του ακροατηρίου μιας σύγχρονης “ανθρωπολογικής έκθεσης”. Με τους ηθοποιούς μέσα στο κλουβί κι εμάς στην πλατεία, παρατηρητές εκ του ασφαλούς, να απολαμβάνουμε τον άρτο και τα θεάματα μιας ξένης προς εμάς Πομόνα. Για καλή μου τύχη, ξέρω πως η ζωή και το θέατρο δεν εξετάζονται in vitro. Για κακή μας τύχη, ξέρουμε πως πάντα ζούσαμε στην Πομόνα. Κι ας προσποιούμαστε πως δεν βλέπουμε, δεν ακούμε, δεν μιλάμε. Και πάνω, μα πάνω απ’ όλα, πως δεν μπλέκουμε.

Πηγή: pastafloramag.gr

0 comments on “Ένα geeky nerd μάς μιλάει για την Pomona

Comments are closed.